16.10.11

Ακριβώς


Όριο στη δίψα του ανθρώπου
Δε λογίζεται και πέρας δεν υπάρχει
Σαν η ψυχή κλονίζεται
Και μεθυσμένη τα πρωινά βγαίνει
Μια βόλτα τον κόσμο να τον φέρει
Δίχως να βλέπει η τυφλή
Τον πόνο, τη συφορά και το δάκρυ
Το μαύρο το βαθύ που απλώνεται
Κάτω από κάθε ξημέρωμα
Πίσω από κάθε λάμψη
Έτσι που η δίψα
Απλώνει και θεριεύεται
Χίλια κομμάτια σκίζεται το σύμπαν να κυκλώσει
Και άστρα και ουρανούς και δαίμονες και αγγέλους
Να καταπιεί μπας και χωρέσει
Τον αναβρασμό ετούτο
Δίπλα στης μοίρας το άρμα
Με τα 40 άλογα και τον οδηγό που γνέφει
Στη Ζωή πότε και πότε στο Χάροντα
Πότε στο Φως και πότε στο Σκότος
Σαν του ξεφεύγει το γκέμι το ασημένιο
Και πασχίζει τα άλογα να φέρει
Στο δρόμο τον ίσο πάλι
Έτσι και η δίψα χάνεται
Από του ανθρώπου το μάτι
Μα μέσα στέκει, καρτερά
Την ώρα ετούτη που φτάνει
Να πηδήσει στο κενό
Όλα που να τα φέρει βόλτα
Και απ’ το Θεό να ζητήσει
Τι ακριβώς είναι αυτό
Που οι ζωγράφοι αποτυπώνουν
Χωρίς καμβά
Μόνο έναν τοίχο λευκό
Διαθέσιμο όταν έχουν
Με μερικές κηλίδες αίμα
Για χρώμα και πνοή

Gonder, Αιθιοπία 11/10/2011

Radiohead- A Wolf at the Door