26.7.12

ا (Aλεφ)


Είναι η αρχή
Ενός φωτός που αργοσβήνει
Κάθε φορά που την πλάτη σου γυρνάς
Στον αέρα που το ιδρωμένο σου κεφάλι γεμίζει
Χτυπώντας το με ρυθμό περίεργο
Δίνει φωνή στα δικά σου βήματα
Που ξεδιπλώνονται μέσα στη νύχτα
Περπατώντας στα ψηφιδωτά
Του πελαργού που αρνήθηκε τη φύση του
Για να γίνει καλλιτέχνης
Ξάφνου βρέθηκε στης γης τον πυρήνα
Λαβωμένος από τη μανία της αργοπορίας
Βρέθηκε να τρυπάει την άσφαλτο
Που τα αργά σου βήματα οδηγεί
Πίσω στο καμίνι που τα πάντα ξεκίνησαν
Με τη μυρωδιά από λουκούμι
Να ξεχύνεται στις μετ-εφηβικές σου αναμνήσεις
Που με κόπο πλέκουν φωλιά
Τη δημιουργία του σύμπαντος να αρχίσουν ξανά
Σαν μια μήτρα που επίμονα  σου ζητάει
Μέσα της να επανέλθεις
Καθώς οι γλωσσοδέτες που έμαθες δεν ήσαν αρκετοί
Και τώρα οφείλεις να στροβιλιστείς σε φθόγγους καινούς
Σάμπως και θα καταλάβουν-αυτοί
Αυτοί που έχουν σημασία-
Πως το πανηγύρι αυτό
Ξέμεινε καιρό χωρίς φώτα
Γιατί η αναίδεια, φωλιάζει στις πιο ψηλές κολώνες
Από το τέσσερα (4) στο επτά (7)
Και πάλι ανάποδα
Αυθαδιάζει μπροστά στο αγέννητο
Που του φωνάζω να κάνει γρήγορα
Μήπως και προλάβω
Μερικές στιγμές ακόμα

Φέρες, Βεράντα Εισόδου, Σπίτι Β
Αφιέρωμενο στο Δάσκαλο
 26.05.2012


1.7.12

Φαέθων





«Τη δύναμη μου θα αψηφήσω και θα ανεβώ ψηλά»
Έτσι μίλησε μια μέρα ο υιός του ήλιου
Και κρυφογέλασε στο θάνατο
Που παράπλευρα στεκόταν
Με παραδοσιακό αραβικό φόρεμα
Αναδιπλωμένος για να κρύβεται από τα μάτια τα αδιάκριτα

« Δεν έχει τέλος η δίψα μου για ζωή,
Το άρμα θα ζέψω για τον ουρανό,
Τι και αν στη γη ούτε καν το έχω πιάσει
Δεν είναι για μένα τα εύκολα
Τον ξανθό ζωοδότη θα ιάνω
Από τις φλόγες που του τρώνε κάθε μέρα τη σάρκα»
Έτσι αποφάσισε ο υιός του ήλιου
Και κρυφογέλασε στα εντόσθια του
Που με παλμό εδώ και καιρό χτυπούσαν
Και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τα βράδια
Μήτε να μεθύσει δυνατά
Καθώς για τη μεγάλη μέρα ετοιμαζόταν.

« Το πύρινο στέμμα του θα κάνω πιο λαμπρό,
Για να γεννήσει άστρα και πλανήτες,
Ακόμα πιο μεγάλα και όμορφα από αυτόν
Χωρίς  λειψούς παλμούς και άρρωστα πεδία,
Δίχως φραγμούς, αλλά με σεβασμό
Στου ανθρώπου τον ατέρμονο αγώνα»
Έτσι καυχήθηκε ο υιός του ήλιου και έστρεψε το σπέρμα του
Στον ουρανό σα να πυροβολούσε το σκοτάδι
Πυροτέχνημα να γονιμοποιήσει την άβυσσο,
Ξανά μαύρο ο κόσμος να μην προκάνει να ανταμώσει.

«Εμπρός, εμπρός άτια μου περήφανα,
Εμπρός πριν να γεράσετε, εμπρός πριν ξεχαστείτε
Και στου παχνιού την θαλπωρή μέσα αφήσετε
Τους μύες σας να ατονήσουν,
Εμπρός,  και ο κόσμος μας ανήκει,
Σήμερα η μέρα επαναστάτησε, σήμερα ο κόσμος αγριέψει
Σήμερα η ζωή το θάνατο πάτησε,
Σήμερα η πλάση βλέπει την τελευταία παλιά της μέρα,
Σήμερα ο υιός του ήλιου παίρνει αξία από την αξία σας
Το άρμα σας να πάει στον αιθέρα»
Έτσι μίλησε ο υιός του ήλιου
Και γέλασε δυνατά, όπως γελάει ένα παιδί που με ένα φτερό
Του χαϊδεύει κανείς τις πατούσες
Σίγουρος για το ατόπημα,
Σίγουρος για το χαμό του
Μα βέβαιος για το χειροκρότημα, το μεγάλο, το τελευταίο.
 
Έτσι μιλώντας ξεκίνησε, τα γκέμια χτύπησε με βία και τα άλογα αμάθητα
Στου αγοριού τα μαλακά ακόμα χέρια
Ξεκίνησαν σαν άνεμος να σκίζουν τον αέρα
Τόσο που ο Φαέθων μέθυσε, από την δύναμη και το πάθος
Που άφησε την πόρτα της καρδιάς του ανοιχτή
Άφησε τα χαλινάρια να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό του
Καθώς εκστασιασμένος αλάλαζε πως τον κόσμο θα αλλάξει.

Το άρμα ανέβηκε ψηλά και πάγωσε η πλάση,
Τα ποτάμια σταμάτησαν να ρέουν και τα πλάσματα στις λίμνες
Πέθαναν με μιας,
Ενώ τα φυτά έγιναν αγάλματα κρυστάλλινα σαν από άλλες εποχές
Διακοσμητικά στην προθήκη της γιαγιάς
Που τα ξεσκονίζει κάθε μέρα με μανία
Για να μη μιλάνε οι γειτόνισσες για την ακαταστασία της.

Έμεινε για λίγο στο ζενίθ του ουρανού και ατένισε από ψηλά την πλάση
Ο υιός του ήλιου πήρε την απόφαση για ελεύθερη πτώση μονάχος του
Μα τα γκέμια τον κρέμασαν από τον λαιμό στου άρματος την άκρη
Και με μια απότομη κίνηση τα άλογα τον έφεραν ξανά πάνω
Ενώ  βούτηξαν με βία προς τα κάτω, χωρίς καν να κουνάν τα πόδια του
Με το βάρος το δικό του και του άρματος
Σαν μετεωρίτης στροβιλίστηκαν προς τη γη

Και το άστρο που έσερνε το άρμα γινόταν όλο και πιο λαμπρό
Από την τριβή με την ατμόσφαιρα
Και άρχισε να καίει τα πάντα στο διάβα του
Σάρκες και βλάστηση έγιναν ένα
Τα ποτάμια εξατμίστηκαν και τα πλάσματα στις λίμνες έβρασαν
Στην πιο μεγάλη κακαβιά που δοκίμασε ποτέ ο κόσμος
Ενώ τα μεγάλα δέντρα λαμπάδιασαν και γίνανε πυρσοί
Να τα βλέπει ο εωσφόρος από τον άλλο κόσμο
Να μην χάνει το δρόμο του προς την κόλαση.

«Έτσι αλλάζει μόνο ο κόσμος, έτσι μόνο θα ξαναγεννηθεί»
Βροντοφώναξε ο υιός του ήλιου και ένα απόκοσμο βλέμμα άστραψε στα μάτια του
Άλλοι λένε πως ήταν η παράνοια,
Άλλοι πως ήταν η αντανάκλαση του κεραυνού του Δία
Που τον γκρέμισε….

 01.07.2012 Φέρρες, Σπίτι Β