20.12.09

Γεωμετρία Ατέρμονος


Το νόημα να είναι πιο;
Όταν πάνω σε γραμμές ευθείες
Πεπερασμένες και ορισμένες καλώς
Ξεκινάς και φτάνεις στο τέρμα
Το τέρμα που αρχή γίνεται ξανά
Χωρίς τέρμα και δίχως αρχή
Τα ίδια τοπία προσπερνάς
Που ποτέ ίδια δεν είναι.
Αλλά μέσα από το τζάμι
Και υπό του θορύβου τον αχό
Ίδια και απαράλλαχτα τα βλέπεις
Ίσως γιατί προσέχεις
Το τέρμα και αφήνεις τη διαδρομή
Να μένει ίδια και απαράλλαχτη
Ίσως γιατί εκείνες οι μικρές οι διαφορές
Που κάνουν τελικά τη διαφορά
Νομίζεις για τα έντομα πως είναι
Και για τους χαμηλούς ανθρώπους
Ενώ εσύ γρήγορα και ψηλά κινείσαι
Έντρομος την ευθεία μη χάσεις
Μη χάσεις τη σειρά
Μη χάσεις τα πρωτεία
Τα πρωτοτόκια που πια
Με ένα πιάτο φακές δε θα αλλάξεις
Γιατί ξέχασες και τη γεύση τους ακόμα
Πάνω στην ευθεία γιατί,
Χωρίς κύκλους ζεις πιά
Δίχως στροφές, χωρίς τίποτα
Σε μία ευθεία που αρχίζει
Και τελειώνει, ξανά και ξανά.

Maybeshewill- Co-Conspirators

18.11.09

Ν, Μ, Η



Στο άδειο τετράδιο το όνομά σου γράφω
Και Έρωτας αυτό για εμένα είναι.

Διαλέγω τα γράμματα προσεκτικά
Σαν από το μηδέν να σε δημιουργώ
Και να το μπορούσα
Να σε πλάσω έτσι δε θα τολμούσα.

Τις καμπύλες και τις ουρές με σπουδή
Στοιχίζω στις γραμμές επάνω
Και το χαμόγελό σου να εμφανίσω
Πασχίζω

Αυτά τα δύο Ν αργώ να τελειώσω
Την ψυχή μου γαληνεύουν, μπορεί
Και τα πατάω ξανά και ξανά
Δε θέλω μάλλον να στεγνώσουν.

Τους κύκλους όλους κλείνω, όμως
Στο Μ μία γραμμή κενό αφήνω
Και η ψυχή σου αέρα χρειάζεται, το ξέρω

Στα Η όταν φτάνω,
Κάτι μέσα μου τελειώνει
Μαζί με το όνομά σου
Που έρωτας για εμένα είναι
Αφού στο άδειο τετράδιο το γράφω


Χανιά, 18-11-2009
Ξενοδοχείο Κρήτη
Για τη...

W.A.S.P- Sleeping in the Fire

11.10.09

Στρωματοποίηση


Πότε θα στρώσεις επιτέλους
Στρωτή δουλειά να κάνεις
Στα κοινωνικά στρώματα να ανέρθεις
Στρωματικά ανώτερος να είσαι
Να σταματήσεις σε στρώματα ξένα να πλαγιάζεις
Να στρώνεις το κρεβάτι σου ξεκίνα
Χαρακτήρα σα θα στρώσεις
Όλα στρωτά θα γίνουν
Θα στρωματοποιείς τις υποθέσεις σου
Στο κάτω στρώμα οι μικρές
Στο πάνω αυτές με τη σπουδαιότητα την οικονομική
Κάτω από τα στρώματα λεφτά πολλά να κρύβεις
Για να στρώσεις παγίδα στους ανταγωνιστές
Που στο δρόμο αγκάθια θα σου στρώνουν

Και σα θα στρώσεις τσιμέντο στης γης την κάθε σπιθαμή
Καμία χρυσή επίστρωση αξία δε θα δίνει στη ζωή
Το χάος όσο πιέζεις για να στρώσει
Κάποια στιγμή την αποστρωματοποίηση του θα αποφασίσει
Σα ρίζα θα σε στρώσει
Κάτω από μερικά στρώματα γής
Στρωτά και ήσυχα
Όπως έστρωσες, έτσι θα κοιμηθείς

09/10/2009 @ Work....

God Is An Astronaut- Forever Lost

24.9.09

Έβδομη Ημέρα



Θεός νόμιζα πως ήμουν
Κι όμως,
Την Έβδομη μέρα της Δημιουργίας
Λησμόνησα,
Κουράστηκα.
Οι οπαδοί μου, ειδωλολάτρες έγιναν
Στο ταμείο αθεϊας βγήκα ξαφνικά,
Να παρακαλάω...

24-09-2009, επηρεασμένος απο την ανάγνωση του Φ. Πεσσόα!

8.9.09

Υλοποίηση


Μορφοποιείται η ιδέα,
Αργά με βήμα σταθερό
Φαινομενικά χωρίς σκοπό μα,
Λαμβάνοντας το απλό ερέθισμα
Πλάθοντάς τη μέσα και πίσω
Στο Μυαλό
Στο μέρος εκείνο όπου οι σκέψεις
Δημιουργούν Επαναστάσεις

Η μορφοποίηση αυτή, σάρκα και οστά αποκτά
Από το σπέρμα εκείνο που,
Δίχως ωάριο να γεννήσει προσπαθεί
Μωρά πού γάλα δε θα πίνουν
Μόνο αίμα και χαμόγελο
Από της μάνας τους το στήθος
Τον κόσμο αυτόν να αλλάξουν
Το αύριο για να σηκώσουν στις πλάτες τους

07-09-2009 Στο τρένο για Αθήνα

Black Light Burns - I am where it takes me

28.8.09

Σκέψιμο




Ανάσα……
Όσο περισσότερο αέρα στα πνευμόνια
Και μέσα, βαθιά, στο κρύο
Στο γαλάζιο που γίνεται βαθύ μπλε και μαύρο στο τέλος
Η’ με το μαργαριτάρι που λάμπει ανάμεσα στα δόντια
Στην επιφάνεια θα βγω
Η’ μελανιασμένο θα με ξεράσει η άνωση και θα με δέρνει το κύμα.


28-08-2009
Για ένα φίλο που δεν του αρέσουν τα εκτενή «ποιήματα»


J.Frusciante-Unreachable

24.8.09

Σύμβαση 20-24-28


-Καλή σου μέρα, καλώς ήρθες
Καλώς όρισες στον κόσμο μας
Αν θέλεις σε αυτό το «μας» να χωρέσεις
Μάθε πως μια σύμβαση πρέπει να υπογράψεις.

-Καλώς σας βρήκα και μέρα σας καλή
Σε αυτό το «μας» δεν ξέρω αν θέλω να χωρέσω
Μα ανάμεσά σας γεννήθηκα
Χρειάζεται θα έλεγα αέρα να αναπνεύσω
Τους όρους σας ακούω.

-Έχει καλώς που δέχεσαι
Τη σύμβαση να ακούσεις
Δεν είναι δύσκολη πολύ
Ούτε πολύ μεγάλη
Μα όλοι όσοι την υπέγραψαν
Ευτυχισμένοι τη ζωή τους την ξοδεύουν.

-Γεμάτος προσμονή μα
και με σκεπτικό που τρέχει
Άλλο τα χείλη σας σφαλιστά μην έχετε
Τους όρους σας ακούω.

-Να λοιπόν πως πρέπει
Τα γενόμενα να ορίζεις
Και πως τον κόσμο να περιγράφεις
Να πως υπόσταση εσύ θα αποκτήσεις
Να και πως ταυτότητα τα παιδιά σου
Με 24 σύμβολα, έτσι τη ζωή σου θα τη γράφεις.

-Να με συμπαθάτε άρχοντες και σοφοί αυτού του τόπου
Μα προχτές που κάθισα τα Ευαγγέλια να διαβάσω
20 μου φάνηκαν και έτσι πήρα να τ’ αραδιάσω.
Και στα προχτές που για τον έρωτα ήθελα να γράψω
Δε μου φτάνανε και πήρα άλλα 4
28 τα έκανα για να χωρέσει η ψυχή μου.

- Σε Σφάλμα μεγάλο και σε ολίσθημα τρανό έπεσες
Τα 24 σύμβολα ποτέ δεν είναι πολλά
Και σίγουρα λίγα κανείς ποτέ δεν τα ‘βρε
Μάλλον κάπου παραπάτησες,
Βγήκες απ’ την ορθή την σκέψη.

- Μα προύχοντες και δάσκαλοι
Τα χρώματα, τα σχέδια που έχω στο μυαλό μου
Εγώ δε γίνεται με 24 ποτέ να τα ορίσω
Μπογιές, νερό και χρώματα χρειάζομαι
Για να τα ξεμπερδέψω
Και όλες αυτές οι μολυβιές και οι ωραίες λέξεις να,
Στο λαιμό μου κάθονται και κόμπους κάνουνε
Τις πιο γλυκές, τις πιο ωραίες σκέψεις.

-Αυτά που λες λόγια σώφρον άνθρωπο δεν φτιάνουν
Να σε νουθετήσουμε είναι ανάγκη μεγάλη
Πάνω στο μαυροπίνακα με άσπρη κιμωλία
Τα 24 σύμβολα να γράφεις, σα να μεταλαμβάνεις
Τη Θεία Κοινωνία.

-Μα και το Θεό τον ίδιο το Θεό ακόμα,
Σε σύμβολα να τον στριμώξετε έχετε βαλθεί
Εγώ ελεύθερο τον έχω στο μυαλό
Έτσι μου το είχε πει,
Πριν ακόμα γεννηθώ.

-Βλάσφημε που και το Θεό να αλλάξεις ψάχνεις
Πιο τέλειο από εμάς,
Ποτέ δεν θα τον περιγράψεις
Ιερόσυλε, τη σύμβαση σου παίρνουμε μακριά
Στο «μας» δεν σου πρέπει να υπάρχεις.

-Ας είναι όπως τα ορίσετε
Δε μου χρειάζεται αυτό,
Στο λόγο και στο χρώμα θα σκαλώσω
Απαντήσεις για όλα εγώ θα βρω
Χαμόγελα πλατιά για να σκορπώ στον κόσμο.
Και όταν με μέτοχους της σύμβασης μιλώ
Τα χέρια μου θα ακουμπώ
Επάνω στα δικά τους χέρια
Το ίσο στα τραγούδια θα κρατώ
Σκόρπια σύμβολα στις λέξεις θα αφαιρώ
Μα θα προσθέτω επίσης
Μήπως δούνε πίσω από τις λέξεις
Το Σκοπό.

23-8-2009 Στο τρένο για Αθήνα,
που ποτέ δεν έφτασε στον προορισμό του.
H φωτό του Χ. από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Iggy Pop- I want to go to the beach

17.7.09

Ασώματος




Ξύπνησες νωρίς, πριν τα όνειρά μου φύγουν
Τον ήχο που τα βλέφαρά σου κάνουν σαν ανοίγουν
Δεν άκουσα και άφησα μια ανάσα να χαθεί
Σαν κάρφωσες το βλέμμα στο ταβάνι
Τις ατέλειες στο γύψο να μετρήσεις
Για μια ακόμα φορά μη χαθεί η αρμονία τάχα
Σήκωσες το αριστερό σου χέρι
Μα δεν έφτασες τον κόσμο

Στο κρεβάτι ανακάθισες, πριν ότι λείπεις αισθανθώ
Στο ίδιο σημείο που εχτές ένα είχαμε γίνει
Δεν άκουσα και άφησα ένα όνειρο να τελειώσει
Σαν κάρφωσες το βλέμμα στο πάτωμα
Τα γδαρμένα σανίδια να μετρήσεις
Για μια ακόμα φορά μη λείπει ούτε ένα τάχα
Κατέβασες το δεξί σου χέρι
Μα δεν έφτασες τους ανθρώπους

Στον καθρέφτη σηκώθηκες και στήθηκες πριν ξυπνήσω και σε πιάσω
Τα μαύρα ρούχα της δουλειάς σαν πάντα φόρεσες
Δεν άκουσα και άφησα τον ιδρώτα μου να στάζει
Σαν κάρφωσες το βλέμμα στον καθρέφτη μου
Το σώμα σου που έλειπε να μετρήσεις
Για μια φορά ακόμα, μήπως και το βρεις
Πίσω από το είδωλο στύλωσες τα μάτια σου,
Μα δεν κοίταξες εμένα…..
…Είχα ξυπνήσει!

Αποκλειστικά και μόνο από την φωτό του Χρήστου.

16-07-2009 HighSpeed 5, Nάξος- Πειραιάς

The_mars_volta-with_twilight_as_my_guide

10.7.09

Νάρκισσος



Μαγνήτης, χώρος για τίποτα άλλο
Ούτε καν για τον ήλιο
Ούτε σχεδόν για τον αέρα
Γδύθηκες άλλη μια μέρα
Αποφάσισες εσύ για εμένα

Περιέργεια, ανάσα πάνω στην άμμο
Από τις σκιές ένα βήμα μακριά
Σκιά και συ χωρίς μια ρίζα
Με μια κηλίδα λευκή στη μέση
Που αντανακλάει τους ανείπωτους πόθους

Θαυμασμός, καθρέφτης που παραμορφώνει
Κλειδώνει το σώμα σου μέσα σου
Φτύνοντας μονάχα τα άκρα
Δώρο για τα αδηφάγα μάτια
Που το λυρισμό παρατήσανε για τις φτηνές τις ηδονές

Αναλαμπή, στον πόνο απέναντι
Κλείνονται οι χαιρέκακες μικρές σου κόρες
Αστράφτουν και γυρνούν ανάποδα
Στου έρμου περαστικού την κακουχία
Βρήκες της ζωής σου το σκοπό

Επανάληψη, χρωστάς παντού μα δεν πληρώνεις
Βρίθεις από κενό απέραντο
Κι όμως ο πλούτος που η διαιώνιση σου χάρισε
Δε λέει από πάνω σου να αποτιναχτεί
Γαντζώνεται από της μοίρας το γκρεμό

Ακρότητες, μέχρι το τελευταίο εκατοστό
Έξω από το νερό ανάσες καθώς γυρεύεις
Δεν έχεις τη συναίσθηση πως στα ρηχά παλεύεις
Γυρνάς, παλεύεις μα δε δέχεσαι
Από τους ήρωες κανείς τους να σε σώσει

Ελευθερία, γεμίζει το ήδη γεμάτο στήθος σου
Σε τούτου του μικρόκοσμου τη σάπια ανωνυμία
Το δέρμα σου αλλάζεις σα μαύρο ερπετό
Σα χαμαιλέοντας αστείος και χαλασμένος
Χώνεσαι μέσα στην άμμο να σωθείς

Ανάκληση, ξανά στο ίδιο που παράτησες
Πίσω στις σακούλες τις πλαστικές και τα φθηνά προϊόντα
Να προμοτάρεις ήρθες και όχι να προωθηθείς
Δεν είχε νόημα ούτε μια ανάσα τελικά
Το βράδυ θα χαμογελάς με το ίδιο προσωπείο.

10-07-09 Πάρος, από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου.

Crippled Black Phoenix- Whissendine

22.5.09

Οι χαμηλοί


Οι τόποι οι μικροί, οι χαμηλοί
Κρατούν ανάσες και βουτούν
Σε ένα αφρισμένο από τη δίψα νερό
Που απλώνεται γύρω τους, βαθύ.

Οι τοίχοι οι μικροί, οι χαμηλοί
Στέκουν από πάντοτε σαν να ήταν εκεί
Όχι αυλές και περιβόλους να χωρίσουν
Μα τις νοητές γραμμές για να ορίσουν
Που των ανθρώπων ένωναν τις καρδιές, έναν καιρό.

Οι βράχοι οι μικροί, οι χαμηλοί
Ψάχνουν κατά το άπειρο σχήμα και μορφή
Ζηλεύουν τα αδέρφια τους που στεγάζουν τη ζωή
Όπως αυτοί με τόσο κόπο κάνανε, μιαν άλλη εποχή.

Οι άνθρωποι οι μικροί, οι χαμηλοί
Στην άκρη του γκρεμού βαδίζουν σιωπηλοί
Ξυπόλητοι, δίχως βλέμματος υπόνοια
Δίχως κραυγή καμία, τον Θεό να ανταμώσουν κινούν αργά
Να του ψιθυρίσουν του Αιγαίου τα μυστικά.

Οι ήχοι οι μικροί, οι σιωπηροί
Από τον Αίολο απλωθήκαν σήμερα το πρωί
Εγύρισαν και Εγύρισαν ξανά σαν προσευχή
Κάτι σπασμένα λόγια μου εψιθύρισαν στο αυτί
Και πέθαναν σε τούτη τη γραμμή
Στης γης το τελευταίο αντάμωμα με το υγρό στοιχειό
Που ο ήλιος τα επάντρεψε
Στον τόπο αυτό το μικρό, το χαμηλό.

22-05-2009 Σε ένα γκρεμό στη Σύρο....Φωτό του Χ. από Σαμοθράκη, ταιριάζει γάντι.


Queen & Paul Rodgers - Small

15.4.09

Α. όπως Άνοιξη


Με την αβάσταχτη έκρηξη της σιωπής
Να εγκυμονείται στο στομάχι
Με βρήκε το πρωί όπως με άφησε το βράδυ
Νωθρό, κενό και φταίχτη
Μπροστά σε μία απουσία που έμεινε να κρέμεται
Στο τελευταίο σου βλέμμα
Μόνο που, ήσουν εκεί…

Με την επαναλαμβανόμενη έκρηξη της συνήθειας
Να δίνει δύναμη στο σώμα που δεν πρόλαβε να ξημερώσει
Το μαύρο δηλητήριο που σε κερνάω πάντα, κίνησα να ετοιμάσω
Ζεστό, θαμπό και Εύοσμο
Πάνω στο βρώμικο τραπέζι που με κόπο το βαστάει
Και έμεινε εκεί μέχρι να παγώσει
Μόνο που ,το έπινες σιγά σιγά…

Με την κλινική έκρηξη ενός υποχόνδριου
Να φορτώνει τις ακαθαρσίες της ψυχής σε ένα άλλο άρμα
Το λάκκο που καίς και θάβεις όσα όλο το βράδυ σε στοίχειωσαν
Βαριά, άσχημα και δύσμορφα
Δίπλα στην κούπα με το πρωινό σου αίμα
Που μεταγγίζει μια ζωή στις φλέβες σου
Μόνο που, τη ζούσες κάθε μέρα…

Με την ασάλευτη έκρηξη ενός νεκρού
Να προσπαθεί να βγει μέσα από το φέρετρο που ο ίδιος έφτιαξε
Κατέβασα τα σύννεφα που τον πρωινό ήλιο κορόιδευαν
Αργά, δυνατά και υπνωτισμένα
Κάτω από τον Σταυρό στο Γολγοθά
Εκείνος με κοιτούσε με αγάπη
Μόνο που, είχε το βλέμμα σου το διαπεραστικό…

Με την κουφή έκρηξη ενός αναίσθητου
Να ορκίζεται στα ίδια του τα σωθικά
Ανακάλυψα τις ίδιες μου τις αμαρτίες
Σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες
Από τις σκέψεις που έρχονται να γεμίσουν την ήδη γεμάτη μέρα μου
Με το γκρίζο της αβεβαιότητας μέχρι το χείλος του μισοάδειου
Μόνο που, στον αφρό του κολυμπάς εσύ…

Με την απαθή έκρηξη ενός αγνώμονα
Να αρνείται να κοιτάξει τον ήλιο στα μάτια
Άφησα τα πάντα και έφυγα
Μακριά, βουβά, θλιμμένα
Μήπως και σε βρω στου αντίπερα τα σύνορα
Να αστειεύεσαι απλά για να μην κλάψεις
Μόνο που, το δάκρυ είχε ήδη στεγνώσει στο στήθος σου…

Με την λυρική έκρηξη ενός ποιητή,
Να βολεύει χείμαρρους σε μερικές γραμμές
Σχεδίασες αυτά τα στίγματα στο μυαλό μου
Μικρά, ασήμαντα, φλύαρα
Δίχως λόγο μα με τη φωνή ενός παιδιού
Ταξίδια να σου τάζω και συ να χαίρεσαι κρυφά…
Μόνο που, ακόμα είμαστε εδώ,
Αυτή την άνοιξη, Άνοιξη μου…

15-04-2009, για την Αργυρώ. Ακούγοντας Αlias and Tarsier και το άλμπουμ Brookland And Oaklyn.

Jesus don't want me for a sunbeam από Nirvana

6.4.09

Πόρτο Μέντε


Δεν έχω μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τον ουρανό
Όλοι να το καταλάβουν μπορούν
το γαλάζιο του χρώματος του
Και τα παιδιά ακόμα το ξέρουν
Όμως και αυτοί που να τον αγγίξουν τόλμησαν
Με βέλη σιδερένια που φτύνουν φωτιές
Πόσο μαύρος είναι μέσα του διαπίστωσαν.

Δε σταματάω το μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τον ήλιο
Βγαίνει αγέρωχα το ξημέρωμα
Σκορπώντας τις ακτίνες του απλόχερα
Ζεσταίνοντας την πλάση και τα πλήθη
Μόνο για να σβήσει κάθε σούρουπο
Αφήνοντας τους ανθρώπους στα σκοτάδια
Να ζήσουνε τις ανομίες τους.

Δεν ορίζω το μυαλό,

Το μυαλό μου σαν τη θάλασσα είναι
Στην ηρεμία της ακόμα
Ρεύματα ισχυρά και υπόγεια περνούν
Και σαν φουρτουνιάζει, λιμάνια και ακτές καταβροχθίζει
Τραβόντας μέσα στην άβυσσο της
Ό,τι με κόπο έχει φτιάξει ο άνθρωπος.

Δεν υπάρχει το μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τη φωτιά
Ανάβει και καίει και λαμπαδιάζει
Μα είναι ετερότροφη και δίχως τροφή λουφάζει
Μικραίνει και μακραίνει και αυτές τις στάχτες της ακόμα
ο άνεμος τις σκορπά και τις παίρνει
Θυμίζοντας σε όλους που ήρθαμε και που θα επιστρέψουμε.

Δεν πεθαίνει το μυαλό,

Θα είναι εκεί και όταν εσύ θα έχεις φύγει
Ακόμα όταν και ο ουρανός και η θάλασσα γίνουν ένα
Ακόμα και όταν ο ήλιος βουτήξει μέσα τους
και σβήσει τη φωτιά του
Θα είναι εκεί, μονάχο του αλλά εκεί
Να τα φτιάξει όλα από την αρχή
Ένα σύμπαν καινούριο
Όπως αρμόζει σε κάτι που δεν υπάρχει...


ΥΓ: Στο λιμάνι του Πόρτο Χέλι, 19.03.2009 ένα φωτεινό πρωϊνό

26.3.09

Κενό


Δεν κρέμεσαι από το κενό, Αλλά
Απλώνεσαι από πάνω του, Προσπαθείς
Να το γεμίσεις με τους ήχους σου, Δυνατά
Να ακουστούν οι λέξεις σου, Απέναντι
Χωρίς να ζητάς απόκριση, να Nιώσεις
Με μία κουβέντα να καταλάβεις, τα Πάντα
Χωρίς να γίνεται το χτες, Σήμερα

Κατεβαίνεις τις σκάλες, Βιαστικά
Όμως εγώ πήρα τον άλλο ανελκυστήρα, Να σε προλάβω
Γιατί χάθηκες στον μαύρο ορίζοντα, Προσπαθώντας
Να αγγίξεις το κρύο μέταλλο της καθημερινότητας, σαν σε Όνειρο
Σε έβλεπα μέσα από το στενό τζάμι, που Θόλωνε
Από του έρωτά μου τα χνώτα μέσα, στο Κρύο

Σε είδα στην απέναντι όχθη, Να γελάς
Να χειρονομείς τα αισθήματά σου, χωρίς Ντροπή
Διώχνοντας τους καπνούς από τα μάτια μου, Αποφασιστικά
Σα να ήθελες να με κάνεις δικό σου στον κόσμο, Μέσα
Να γυμνωθείς και να με πάρεις μέσα σου, στου μυαλού σου.
Τα τραγούδια με τους μύθους και τα διηγήματα, τα απόκοσμα
Όλα τα σκοτεινά της ζωής μου φωτίζοντας, Μονοπάτια.

Ίσως κάποια στιγμή ξανασυναντηθούμε, Μοναχοί
Χωρίς κενό και άψυχα εμπόδια, θα Μείνουμε
Να κοιτάμε ο ένας τον άλλο στα χείλη, και Πάλι
Καρτερώντας την Άνοιξη εκείνη, σαν Πρώτα
Να χτυπήσει την καρδιά μας σε σημείο καίριο, Αληθινά
Με όλη την κούραση μιας ανθισμένης μέρας, στην Ανάγκη
Που όρισε η πορεία μιας ζωής που ποτέ δε ζητήσαμε, να Ζούμε.

19.2.09

Αστική Λήδα (Ι.Ν.Ι)


Το ξέρω ότι βαριανασαίνω Λήδα
Όποτε είμαι τόσο κοντά σου μα,
Δεν είναι η κοντή ανάσα της ηδονής πια
Παρά η κούραση και η πίκρα και η απογοήτευση
Για αυτά που νιώθω, αυτά που βλέπω, αυτά που κάνω
Μα για αυτά μιλιά δε βγάζω.

Στο διάβα σου τους βλέπεις Λήδα
Πιο κάτω δύο τετράγωνα από της γνώσης το αντίσκηνο
Με ρούχα παλιά και μελαψό το δέρμα
Σαν εκδιωγμένοι άγγελοι να σουλατσάρουν
Μέρα μεσημέρι ενώ εσύ από τη δουλειά γυρίζεις
Και με την πανοπλία σου την ασημένια τους αγγίζεις
Την πανοπλία που φοράς για να σκεπάσεις το ότι να πολεμάς δεν ξέρεις
Αυτούς που από το ανάθεμα ξεφύγανε
Στην κόλαση να βρούνε το φώς τους ‘φτάσαν

Στους κόσμους τους έχουν περάσει Λήδα
Οι νεκροζώντανοι που με βιά ψάχνουν όρθιοι να σταθούν
Στη διαδρομή που ίσως και η τελευταία τους να είναι
Τα μελανιασμένα χέρια τους βελόνες χρόνια τώρα τα τρυπάνε
Λίγες ανάσες έχουν, και αυτές για λίγα κέρματα τις χαραμίζουν
Λερώνοντας με το κάθε άγγιγμά τους
Το νυφικό, το νεκρικό σου το φουστάνι.

Στα πόδια σου όλα είναι Λήδα
Και όμως σαν και μας τους άλλους και συ είσαι
Ψάρι νωθρό μέσα στη γυάλα της παράνοιας
Με το ηλίθιο εκείνο το βλέμμα πώς κοιτάζεις έξω
Την τροφή που σου δίνουνε και στη μύτη το τεχνητό το οξυγόνο
Να τα φας και να χωνέψεις, όρεξη καλή σου
Ώσπου να πνιγείς μες τα δικά σου περιττώματα
Άλλος ένας νεκρός Ιχθύς με άδεια Ιδεολογία.

Το βράδυ σαν θα πέσει, Λήδα
Ξανά όπως πάντα τα ρούχα θα πετάξεις
Στον επιτάφιο με τα θολά νερά να πας, τα χαμηλά τα φώτα
Με τα λουλούδια τα νεκρά και τις φάλτσες χορωδίες
Στους κόλπους του στρεβλού παράδεισου με τις γαλάζιες λίμνες
Τον κύκνο που θα σε αποπλανήσει, και απόψε περιμένεις

Δεν είμαι ο κύκνος με τις φτερούγες τις λευκές Λήδα,
Μήτε ο Δίας που ποθεί τα μακριά άσπρα σου πόδια
Ούτε καν ο μέθυσος που δεν έχει πια τα λογικά του
Μόνο Σκύλος με δόντια λυσσακά και με μεγάλα νύχια
Αυτό είμαι και πρόσεξε, ζητώ να σοδομίσω
Να σου ματώσω το όνειρο
Και όλων των ψυχών τον εφιάλτη στα όνειρά σου
Ξανά να ξεκινήσω

Πόσο με ξέχασες να λες
Όχι πως με θυμάσαι
Γιατί η γενιά σου έσβησε
Και συ γλυκά κοιμάσαι.

ΥΓ: Αυτή η φωτό είναι από τις πιό "αληθινές" και "προκλητικές" του Χρήστου, κατά την ταπεινή μου άποψη. Επίσης, η ιδέα της προσαρμογής του μύθου της Λήδας στα δικά μου μέτρα και στα μέτρα της φωτογραφίας, έγινε από ένα πίνακα ζωγραφικής της Α.Χ. την οποία και ευχαριστώ πολύ.

18.2.09

Παράγωγα


Ποια της παρέας τα παράγωγα;
Πόσες ιδέες χωράνε σε ένα ποτήρι;
Σε ένα απύθμενο καθίσαμε χωνευτήρι
Πίνοντας της Ζωής μας τα παράπονα.

Κάθισε και η δροσιά από δίπλα
Ανοίγοντας της αθωότητας της τα τετράδια
Μόνη, μαυροντυμένη και ψυχρή
Σαν του ατελέσφορου έρωτα την αδιαφορία
Χωρίς καρδιά απλώνοντας τις γνώσεις της στο ίδιο Ξύλο
Που κάποτε οι Ιουδαίοι το Χριστό είχαν κρεμάσει

Κόπο κάναμε πολύ, τα φρούτα και το αίμα να μαζέψουμε
Από το λάρυγγα που σφόδρα κατρακυλούσαν
Σαν έπαιρνε και βράδιαζε και φεύγαν και οι βιτρίνες
Μόνους μας αφήσανε να περάσουμε με δυσκολία
Τους τοίχους που οι γριές τόσο περίτεχνα είχαν πλέξει
Παράγωγα του νήματος στο διάβα μας απλώνοντας
Των προηγούμενων γενιών τις κατάρες και τις ευλογίες
Στο προσκεφάλι μας απόψε έχουνε κεντήσει.

Αφιερωμένο στο Δημήτρη Μ. Μουσική από το Μικρό Καφέ στο Περιστέρι.

Άνομα Ερωτήματα



Είσαι μόνος;

Δε σε ρωτάω στ’ αλήθεια
Μα αφουγκράζομαι τους χτύπους του αίματός σου
Στις γαλάζιες φλέβες σου
Ούτε καν με ενδιαφέρει
Μα θέλω λίγο από τα μάτια σου να αρπάξω
Που ξανοίγουν στις χαρές μα και στις μεγάλες λύπες

Ξημέρωσε;
Μπορώ να δω τον ουρανό να φωτίζεται
Κι όμως μεγαλώνει η απορία μου
Πως είναι δυνατόν να αντλείς από τη νύχτα τέτοια ομορφιά
Πως μπορείς και τη χαρίζεις στο πρωινό φεγγάρι
Που να σβήσει δε προκάμει;

Πως σε λένε;

Μια φορά σε ρώτησα μα είχα στο νου μου άλλα
Πώς να γεμίσω το κενό μέσα στο κορμί μου
Με το κενό που τα χέρια σου κυκλώνουν
Όταν μπροστά στου όχλου τα αδιάκριτα μάτια με αγκαλιάζεις
Πάνω στης πρωινής προσευχής τη λερωμένη άγια τράπεζα

Θα προσέχεις;
Γιατί ήσουν ότι είχα μα δε σε έχασα
Απλά σε άφησα να φύγεις
Μόνο και μόνο για να κοιμηθώ λιγάκι
Πριν το ταξίδι το μεγάλο ξεκινήσει,
Μη με βρουν τα κύματα κουρασμένο…

13.1.09

Παραλήρημα


Ξεκίνα το κήρυγμά σου, Παλιάτσε
Βάλε με προσοχή τα ψιμύθια σου
Άλλαξε πρόσωπο, φόρα τη μάσκα
Γύρνα τα μάτια σου ανάποδα
Εκστασιάσου μα...Ξεκίνα!

Μάζεψε γύρω σου κάθε λογής αστούς και αρχοντοχωριάτες
Χοντροαναίσθητους με κοιλιές που γυαλίζουν
Λεπτοκόκκαλους, με πλευρά που προεξέχουν
Ηλιθιοανέραστους με μύτες ως τον ουρανό
Ηθικολάγνους με γλώσσα διπλή και μαύρη
Όλους, μέχρι την πλατεία να γεμίσεις.

Βάλε στα λόγια σου πειθώ, στολίδια και κορδέλες
Μουσικές στις λέξεις κέντησε και ομοικαταληξία στις προτάσεις
Τι κι αν κανείς τα λόγια από τα τραγούδια σου δεν ξέρει
Κάνε τους να χορέψουν και το στόμα να ανοιγοκλείνουν
σα χάνοι, σαν ψάρια σε πυροφάνι.

Σα σωστά θα τους μεθύσεις
Και το κεφάλι τους αρχίσει να γυρίζει
Τα χέρια προσταξέ τους να πλέξουνε
Και χορό γύρω σου να πιάσουν
Σα να θέλουν εσένα να προστατέψουν
από το κακό το ίδιο.

Τότε είναι η ώρα που περίμενες
Άναψε τη μεγάλη την πυρά που ετοίμασες
Ρίξε τους πετρέλαιο και μπαρούτι και χολή
Και όπως θα καίγονται, πάτα επάνω στα κορμιά τους
Σπάσε όλα τους τα κόκκαλα μαλακοί και ευάλωτοι να γίνουν
Έργο έυκολο να έχει η φωτιά όταν θα λιώνει τις ψυχές τους
Στο καμίνι που κόλαση και ουρανό θα ενώνει.

Ας είναι αυτό του τέλους η αρχή και η αρχή του τέλους.
Ας είναι η θέρμη αυτή που τα φτιασίδια σου ακόμα θα λιώσει
Την ασκήμια σου στον κόσμο να χαρίσει

Και πρίν χαράξει για πάντα βράδυ
Στη φωτιά πέσε και συ χαμογελώντας
Στο τίποτα να φτάσεις,
σταμάτα τις άναρθρες κραυγές σου, Σαλτιμπάγκε.

7.1.09

Ο Μάντης


Όχι πιά σκοτάδι, μόνο φώς
Τέρμα τα στενά δωμάτια και τα καταγώγια
Μόνο αλάνες και λεωφόροι στο άπειρο
Ούτε περίεργα φυτά και καπνοί που σε δακρύζουν
Αλλά κρυστάλλινα νερά και καθαρός αέρας
Μη λερώνεις τα χέρια σου με θυσίες αιματηρές
Μη βουτάς στα εντόσθια και στων ζώων το αίμα
Παρά μάζεψε το κάτασπρο χιόνι από τις βουνοκορφές
Τα σημάδια των ουρανών για να διαβάσεις
Καθώς το μέλλον φίλε μου (το βλέπω τελευταία)
Από την καθαρή πλευρά να έρχεται
Από την αμόλυντη χρωματική ανάμιξη
Και από τα ψηλά στα χαμηλά, όχι ανάποδα.
Να μου προσέχεις μόνο, καθώς το χιόνι
Λιώνει γρήγορα-μη χάσεις το χρησμό.
Και μη φοβηθείς αν ο χρησμός είναι μαυρος
Τι κι άν απ'τα λευκά αν έρχεται
-Τι κι αν αυτά ήταν τα λόγια ενός τρελού
που τα μάτια του είδαν την αλήθεια αύριο-

YΓ: Ακούγοντας Chroma Key, Dead Air Radios.

Του Έρωτα, Μετά


Του Έρωτα την ώρα, Μετά
Την ανάσα να πέσει στο πάτωμα, Αφήνω
Τις σκέψεις διώχνω άρον άρον, Μακρυά
Σπρώχνω παράτερα και την αγάπη, Εσένα
Χτίζω τον τοίχο της σιωπής, Ξανά.

Του Έρωτα την ώρα, Μετά
Στου κρεβατιού μου την άκρη, το Μυαλό
Στρώνει σε πολλαπλά ό,τι ένιωσε, Επίπεδα
Που κρύβονται στο άσπρο χρώμα, της Σκιάς
Σαν μυστικά που ποτέ δεν ένιωσες, Απάτητα
Την θλίψη ενός μοναχικού μετά, Αγγίζει.

Του Έρωτα την ώρα, Μετά
Όσο μακρυά μπορώ τα άκρα μου, Απλώνω
Σα να προσπαθώ να φτάσω, τη Μοίρα
Αφήνοντας το δάκρυ στο πρόσωπό σου, να Στεγνώσει
Σταμάτα να με αγαπάς φωνάζοντάς σου πριν να είναι, Αργά.

Στη μουσική που βαθυά στο μυαλό, Μόνο
Αναίτια πλέκει αλυσίδες και δεσμά, Πολύπλοκα
Δεσμέυοντας αυτά που με κόπο έφτιαξές, Συναισθήματα
Και γω ανάμεσα στα σκέλια μη φύγουνε, Κρατάω
Του Έρωτα την ώρα, Μετά.

YΓ: Ακούγοντας DragonTears-Tambourine Freak Machine και με μία δόση από Mars Volta και Frances the Mute. Moντέλο η Μ.

Eφαρμοσμένος Έρωτας


Σε είδα εχτές, όπως ανηφόριζα
από της άχαρης πιά ζωής μου τη βόλτα
Σήκωσα απλά το κεφάλι και σε είδα
Ολόφωτη και πανώρια,
σαν τη μεταμορφωση του Χριστού σε ώρα απαγορευμένη
Να στέκεις εκεί σαν από την αρχή της δημιουργίας
και να παρατηρείς την εξέλιξη των πάντων

Με είδα εχτές όπως έτρεχα να προλάβω
μιά ζωή που ποτέ δεν ήταν δικιά μου.
Έσκυψα το βλέμμα μου και με είδα.
Το μισό μου είδωλο αντικατοπτριζόταν
σε μία πόρτα που ανοιγόκλεινε
και άφηνε να περάσει κόσμος πολύς μα,
καθόλου αέρας

Πως μπόρεσες να με ερωτευτείς
Γιατί άνοιξες τις αγκαλιές σου;
Με δέχτηκες σαν την πιό αγνή ερωμένη
και άφησες τα μάτια σου να με υπνωτίσουν
Ενώ καθόσουν ήρεμα ακτινοβολώντας
το φώς που μόνο οι αψεγάδιαστοι
και οι καθαρόψυχοι μπορούν να έχουν...

Μια στιγμή μπορώ να κλείσω τα μάτια και να είσαι εκεί...

ΥΓ: Σε κάποιο σύντομο αστικό ταξίδι. Μοντέλο η Μ.