Καμια φορα οι εικονες προκαλουν χιλιες λεξεις. Καμια φορα οι λεξεις "φτιαχνουν" εικονες. Καποιες εικονες μπλεκονται τοσο πολυ με τις λεξεις, που δε μπορει κανεις να καταλαβει τι αρχιζει απο που...Και αυτο δεν ειναι καν τεχνη. Ειναι τεχνη στο παρα 5. Χ+Α.
Ανάσα…… Όσο περισσότερο αέρα στα πνευμόνια Και μέσα, βαθιά, στο κρύο Στο γαλάζιο που γίνεται βαθύ μπλε και μαύρο στο τέλος Η’ με το μαργαριτάρι που λάμπει ανάμεσα στα δόντια Στην επιφάνεια θα βγω Η’ μελανιασμένο θα με ξεράσει η άνωση και θα με δέρνει το κύμα.
28-08-2009 Για ένα φίλο που δεν του αρέσουν τα εκτενή «ποιήματα»
-Καλή σου μέρα, καλώς ήρθες Καλώς όρισες στον κόσμο μας Αν θέλεις σε αυτό το «μας» να χωρέσεις Μάθε πως μια σύμβαση πρέπει να υπογράψεις.
-Καλώς σας βρήκα και μέρα σας καλή Σε αυτό το «μας» δεν ξέρω αν θέλω να χωρέσω Μα ανάμεσά σας γεννήθηκα Χρειάζεται θα έλεγα αέρα να αναπνεύσω Τους όρους σας ακούω.
-Έχει καλώς που δέχεσαι Τη σύμβαση να ακούσεις Δεν είναι δύσκολη πολύ Ούτε πολύ μεγάλη Μα όλοι όσοι την υπέγραψαν Ευτυχισμένοι τη ζωή τους την ξοδεύουν.
-Γεμάτος προσμονή μα και με σκεπτικό που τρέχει Άλλο τα χείλη σας σφαλιστά μην έχετε Τους όρους σας ακούω.
-Να λοιπόν πως πρέπει Τα γενόμενα να ορίζεις Και πως τον κόσμο να περιγράφεις Να πως υπόσταση εσύ θα αποκτήσεις Να και πως ταυτότητα τα παιδιά σου Με 24 σύμβολα, έτσι τη ζωή σου θα τη γράφεις.
-Να με συμπαθάτε άρχοντες και σοφοί αυτού του τόπου Μα προχτές που κάθισα τα Ευαγγέλια να διαβάσω 20 μου φάνηκαν και έτσι πήρα να τ’ αραδιάσω. Και στα προχτές που για τον έρωτα ήθελα να γράψω Δε μου φτάνανε και πήρα άλλα 4 28 τα έκανα για να χωρέσει η ψυχή μου.
- Σε Σφάλμα μεγάλο και σε ολίσθημα τρανό έπεσες Τα 24 σύμβολα ποτέ δεν είναι πολλά Και σίγουρα λίγα κανείς ποτέ δεν τα ‘βρε Μάλλον κάπου παραπάτησες, Βγήκες απ’ την ορθή την σκέψη.
- Μα προύχοντες και δάσκαλοι Τα χρώματα, τα σχέδια που έχω στο μυαλό μου Εγώ δε γίνεται με 24 ποτέ να τα ορίσω Μπογιές, νερό και χρώματα χρειάζομαι Για να τα ξεμπερδέψω Και όλες αυτές οι μολυβιές και οι ωραίες λέξεις να, Στο λαιμό μου κάθονται και κόμπους κάνουνε Τις πιο γλυκές, τις πιο ωραίες σκέψεις.
-Αυτά που λες λόγια σώφρον άνθρωπο δεν φτιάνουν Να σε νουθετήσουμε είναι ανάγκη μεγάλη Πάνω στο μαυροπίνακα με άσπρη κιμωλία Τα 24 σύμβολα να γράφεις, σα να μεταλαμβάνεις Τη Θεία Κοινωνία.
-Μα και το Θεό τον ίδιο το Θεό ακόμα, Σε σύμβολα να τον στριμώξετε έχετε βαλθεί Εγώ ελεύθερο τον έχω στο μυαλό Έτσι μου το είχε πει, Πριν ακόμα γεννηθώ.
-Βλάσφημε που και το Θεό να αλλάξεις ψάχνεις Πιο τέλειο από εμάς, Ποτέ δεν θα τον περιγράψεις Ιερόσυλε, τη σύμβαση σου παίρνουμε μακριά Στο «μας» δεν σου πρέπει να υπάρχεις.
-Ας είναι όπως τα ορίσετε Δε μου χρειάζεται αυτό, Στο λόγο και στο χρώμα θα σκαλώσω Απαντήσεις για όλα εγώ θα βρω Χαμόγελα πλατιά για να σκορπώ στον κόσμο. Και όταν με μέτοχους της σύμβασης μιλώ Τα χέρια μου θα ακουμπώ Επάνω στα δικά τους χέρια Το ίσο στα τραγούδια θα κρατώ Σκόρπια σύμβολα στις λέξεις θα αφαιρώ Μα θα προσθέτω επίσης Μήπως δούνε πίσω από τις λέξεις Το Σκοπό.
23-8-2009 Στο τρένο για Αθήνα, που ποτέ δεν έφτασε στον προορισμό του. H φωτό του Χ. από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Ξύπνησες νωρίς, πριν τα όνειρά μου φύγουν Τον ήχο που τα βλέφαρά σου κάνουν σαν ανοίγουν Δεν άκουσα και άφησα μια ανάσα να χαθεί Σαν κάρφωσες το βλέμμα στο ταβάνι Τις ατέλειες στο γύψο να μετρήσεις Για μια ακόμα φορά μη χαθεί η αρμονία τάχα Σήκωσες το αριστερό σου χέρι Μα δεν έφτασες τον κόσμο
Στο κρεβάτι ανακάθισες, πριν ότι λείπεις αισθανθώ Στο ίδιο σημείο που εχτές ένα είχαμε γίνει Δεν άκουσα και άφησα ένα όνειρο να τελειώσει Σαν κάρφωσες το βλέμμα στο πάτωμα Τα γδαρμένα σανίδια να μετρήσεις Για μια ακόμα φορά μη λείπει ούτε ένα τάχα Κατέβασες το δεξί σου χέρι Μα δεν έφτασες τους ανθρώπους
Στον καθρέφτη σηκώθηκες και στήθηκες πριν ξυπνήσω και σε πιάσω Τα μαύρα ρούχα της δουλειάς σαν πάντα φόρεσες Δεν άκουσα και άφησα τον ιδρώτα μου να στάζει Σαν κάρφωσες το βλέμμα στον καθρέφτη μου Το σώμα σου που έλειπε να μετρήσεις Για μια φορά ακόμα, μήπως και το βρεις Πίσω από το είδωλο στύλωσες τα μάτια σου, Μα δεν κοίταξες εμένα….. …Είχα ξυπνήσει!
Μαγνήτης, χώρος για τίποτα άλλο Ούτε καν για τον ήλιο Ούτε σχεδόν για τον αέρα Γδύθηκες άλλη μια μέρα Αποφάσισες εσύ για εμένα
Περιέργεια, ανάσα πάνω στην άμμο Από τις σκιές ένα βήμα μακριά Σκιά και συ χωρίς μια ρίζα Με μια κηλίδα λευκή στη μέση Που αντανακλάει τους ανείπωτους πόθους
Θαυμασμός, καθρέφτης που παραμορφώνει Κλειδώνει το σώμα σου μέσα σου Φτύνοντας μονάχα τα άκρα Δώρο για τα αδηφάγα μάτια Που το λυρισμό παρατήσανε για τις φτηνές τις ηδονές
Αναλαμπή, στον πόνο απέναντι Κλείνονται οι χαιρέκακες μικρές σου κόρες Αστράφτουν και γυρνούν ανάποδα Στου έρμου περαστικού την κακουχία Βρήκες της ζωής σου το σκοπό
Επανάληψη, χρωστάς παντού μα δεν πληρώνεις Βρίθεις από κενό απέραντο Κι όμως ο πλούτος που η διαιώνιση σου χάρισε Δε λέει από πάνω σου να αποτιναχτεί Γαντζώνεται από της μοίρας το γκρεμό
Ακρότητες, μέχρι το τελευταίο εκατοστό Έξω από το νερό ανάσες καθώς γυρεύεις Δεν έχεις τη συναίσθηση πως στα ρηχά παλεύεις Γυρνάς, παλεύεις μα δε δέχεσαι Από τους ήρωες κανείς τους να σε σώσει
Ελευθερία, γεμίζει το ήδη γεμάτο στήθος σου Σε τούτου του μικρόκοσμου τη σάπια ανωνυμία Το δέρμα σου αλλάζεις σα μαύρο ερπετό Σα χαμαιλέοντας αστείος και χαλασμένος Χώνεσαι μέσα στην άμμο να σωθείς
Ανάκληση, ξανά στο ίδιο που παράτησες Πίσω στις σακούλες τις πλαστικές και τα φθηνά προϊόντα Να προμοτάρεις ήρθες και όχι να προωθηθείς Δεν είχε νόημα ούτε μια ανάσα τελικά Το βράδυ θα χαμογελάς με το ίδιο προσωπείο.
Οι τόποι οι μικροί, οι χαμηλοί Κρατούν ανάσες και βουτούν Σε ένα αφρισμένο από τη δίψα νερό Που απλώνεται γύρω τους, βαθύ.
Οι τοίχοι οι μικροί, οι χαμηλοί Στέκουν από πάντοτε σαν να ήταν εκεί Όχι αυλές και περιβόλους να χωρίσουν Μα τις νοητές γραμμές για να ορίσουν Που των ανθρώπων ένωναν τις καρδιές, έναν καιρό.
Οι βράχοι οι μικροί, οι χαμηλοί Ψάχνουν κατά το άπειρο σχήμα και μορφή Ζηλεύουν τα αδέρφια τους που στεγάζουν τη ζωή Όπως αυτοί με τόσο κόπο κάνανε, μιαν άλλη εποχή.
Οι άνθρωποι οι μικροί, οι χαμηλοί Στην άκρη του γκρεμού βαδίζουν σιωπηλοί Ξυπόλητοι, δίχως βλέμματος υπόνοια Δίχως κραυγή καμία, τον Θεό να ανταμώσουν κινούν αργά Να του ψιθυρίσουν του Αιγαίου τα μυστικά.
Οι ήχοι οι μικροί, οι σιωπηροί Από τον Αίολο απλωθήκαν σήμερα το πρωί Εγύρισαν και Εγύρισαν ξανά σαν προσευχή Κάτι σπασμένα λόγια μου εψιθύρισαν στο αυτί Και πέθαναν σε τούτη τη γραμμή Στης γης το τελευταίο αντάμωμα με το υγρό στοιχειό Που ο ήλιος τα επάντρεψε Στον τόπο αυτό το μικρό, το χαμηλό.
22-05-2009 Σε ένα γκρεμό στη Σύρο....Φωτό του Χ. από Σαμοθράκη, ταιριάζει γάντι.
Με την αβάσταχτη έκρηξη της σιωπής Να εγκυμονείται στο στομάχι Με βρήκε το πρωί όπως με άφησε το βράδυ Νωθρό, κενό και φταίχτη Μπροστά σε μία απουσία που έμεινε να κρέμεται Στο τελευταίο σου βλέμμα Μόνο που, ήσουν εκεί…
Με την επαναλαμβανόμενη έκρηξη της συνήθειας Να δίνει δύναμη στο σώμα που δεν πρόλαβε να ξημερώσει Το μαύρο δηλητήριο που σε κερνάω πάντα, κίνησα να ετοιμάσω Ζεστό, θαμπό και Εύοσμο Πάνω στο βρώμικο τραπέζι που με κόπο το βαστάει Και έμεινε εκεί μέχρι να παγώσει Μόνο που ,το έπινες σιγά σιγά…
Με την κλινική έκρηξη ενός υποχόνδριου Να φορτώνει τις ακαθαρσίες της ψυχής σε ένα άλλο άρμα Το λάκκο που καίς και θάβεις όσα όλο το βράδυ σε στοίχειωσαν Βαριά, άσχημα και δύσμορφα Δίπλα στην κούπα με το πρωινό σου αίμα Που μεταγγίζει μια ζωή στις φλέβες σου Μόνο που, τη ζούσες κάθε μέρα…
Με την ασάλευτη έκρηξη ενός νεκρού Να προσπαθεί να βγει μέσα από το φέρετρο που ο ίδιος έφτιαξε Κατέβασα τα σύννεφα που τον πρωινό ήλιο κορόιδευαν Αργά, δυνατά και υπνωτισμένα Κάτω από τον Σταυρό στο Γολγοθά Εκείνος με κοιτούσε με αγάπη Μόνο που, είχε το βλέμμα σου το διαπεραστικό…
Με την κουφή έκρηξη ενός αναίσθητου Να ορκίζεται στα ίδια του τα σωθικά Ανακάλυψα τις ίδιες μου τις αμαρτίες Σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες Από τις σκέψεις που έρχονται να γεμίσουν την ήδη γεμάτη μέρα μου Με το γκρίζο της αβεβαιότητας μέχρι το χείλος του μισοάδειου Μόνο που, στον αφρό του κολυμπάς εσύ…
Με την απαθή έκρηξη ενός αγνώμονα Να αρνείται να κοιτάξει τον ήλιο στα μάτια Άφησα τα πάντα και έφυγα Μακριά, βουβά, θλιμμένα Μήπως και σε βρω στου αντίπερα τα σύνορα Να αστειεύεσαι απλά για να μην κλάψεις Μόνο που, το δάκρυ είχε ήδη στεγνώσει στο στήθος σου…
Με την λυρική έκρηξη ενός ποιητή, Να βολεύει χείμαρρους σε μερικές γραμμές Σχεδίασες αυτά τα στίγματα στο μυαλό μου Μικρά, ασήμαντα, φλύαρα Δίχως λόγο μα με τη φωνή ενός παιδιού Ταξίδια να σου τάζω και συ να χαίρεσαι κρυφά… Μόνο που, ακόμα είμαστε εδώ, Αυτή την άνοιξη, Άνοιξη μου…
15-04-2009, για την Αργυρώ. Ακούγοντας Αlias and Tarsier και το άλμπουμ Brookland And Oaklyn.
Το μυαλό μου είναι σαν τον ουρανό Όλοι να το καταλάβουν μπορούν το γαλάζιο του χρώματος του Και τα παιδιά ακόμα το ξέρουν Όμως και αυτοί που να τον αγγίξουν τόλμησαν Με βέλη σιδερένια που φτύνουν φωτιές Πόσο μαύρος είναι μέσα του διαπίστωσαν.
Δε σταματάω το μυαλό,
Το μυαλό μου είναι σαν τον ήλιο Βγαίνει αγέρωχα το ξημέρωμα Σκορπώντας τις ακτίνες του απλόχερα Ζεσταίνοντας την πλάση και τα πλήθη Μόνο για να σβήσει κάθε σούρουπο Αφήνοντας τους ανθρώπους στα σκοτάδια Να ζήσουνε τις ανομίες τους.
Δεν ορίζω το μυαλό,
Το μυαλό μου σαν τη θάλασσα είναι Στην ηρεμία της ακόμα Ρεύματα ισχυρά και υπόγεια περνούν Και σαν φουρτουνιάζει, λιμάνια και ακτές καταβροχθίζει Τραβόντας μέσα στην άβυσσο της Ό,τι με κόπο έχει φτιάξει ο άνθρωπος.
Δεν υπάρχει το μυαλό,
Το μυαλό μου είναι σαν τη φωτιά Ανάβει και καίει και λαμπαδιάζει Μα είναι ετερότροφη και δίχως τροφή λουφάζει Μικραίνει και μακραίνει και αυτές τις στάχτες της ακόμα ο άνεμος τις σκορπά και τις παίρνει Θυμίζοντας σε όλους που ήρθαμε και που θα επιστρέψουμε.
Δεν πεθαίνει το μυαλό,
Θα είναι εκεί και όταν εσύ θα έχεις φύγει Ακόμα όταν και ο ουρανός και η θάλασσα γίνουν ένα Ακόμα και όταν ο ήλιος βουτήξει μέσα τους και σβήσει τη φωτιά του Θα είναι εκεί, μονάχο του αλλά εκεί Να τα φτιάξει όλα από την αρχή Ένα σύμπαν καινούριο Όπως αρμόζει σε κάτι που δεν υπάρχει...
ΥΓ: Στο λιμάνι του Πόρτο Χέλι, 19.03.2009 ένα φωτεινό πρωϊνό