15.12.12

Τεο Μυραμπόν


Θα ήταν σχεδόν ύβρις
Να συγκριθείς με αυτόν τον άνθρωπο
Που κατεβαίνει σαν γόης
Από το σοκάκι το στενό
Και αν δεν τον βλέπεις θα στον περιγράψω
Μελαψός, με ανοιχτό κίτρινο παντελόνι
Πουκάμισο μοντέρνο, σχεδόν ένα με το δέρμα
Παλτό παλιομοδίτικο και καπέλο τριμένο από την πολυχρησία
Αξύριστος λίγων ημερών
Με το μυαλό στην ανταρσία
Διπλό γύρω από το λαιμό το κασκόλ
Στο χέρι να γυρνάει το παρασόλ
Σκαρπίνι από καιρό εκτός της μόδας
Το τσιγάρο στο άλλο χέρι παρά πόδας
Μουστάκι και αέρινο χαμογελάκι
Με το μάτι να γυαλίζει σαν φρεσκοψαρεμένη μαρίδα
Αέρας από τα Παρίσια και τα Μιλάνα
Σαν να μην έφταναν δέκα αεροπλάνα
Να τον χωρέσουν αυτόν, τις αποσκευές και τον αέρα του
Τον ευρωπαϊκό
Με ύφος γλαρό και ταξιδιάρικο
Γεμάτος στάμπες από τελωνεία στο κορμι και τα ρούχα
Ατέλειωτους σωματικούς ελέγχους στα κατάστιχα
Τα μισοξεφουσκωμένα λάστιχα
Ενός αυτοκινήτου που ακόμα πασχίζει να βάλει μπρός
Κάπου σε έναν επαρχιακό δρόμο της Αυστρίας
Δίχως ίχνος μεταμελείας
Για την δεσποινίδα που είχε τσιμπολογίσει
Χωρίς ντροπή είχα αφήσει
Στη στάση του λεωφορείου να περιμένει χωρίς εισητήριο
Εκείνο το κρύο βράδυ
Σαν σήμερα στο ομιχλώδες μισοσκοτάδι
Αιώνιος γόης και πάντα χαμένος
Ο Τεό Μιραμπόν
Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος
Πάντα απών και πάντα εδώ
Με το χέρι απλωμένο ανοιχτό
Να ζητιανέυει τον αφρό της απόλαυσης
Ταυτόχρονα με τον τρύπιο εγωϊσμό
Ίσως τελικά στον καθρέπτη τον βλέπω
Κάθε που ξυπνώ



14.12.2012 Ferres
The last resort, the dying man and the man being born...

3.9.12

3



Όταν οι τρείς
σκαρώνουν της ζωής
το φαγητό
Σαν τις μοίρες μέσα στο
Δωμάτιο το  στενό
Με το ηλεκτρικό το φως
Λίγο πιο δεξιά από τον ήλιο
Η μία με τη ζωή μέσα στη γάστρα
Η άλλη στου μησεμού  την κόψη
Και η τρίτη η χαροκαμένη
Τον κόσμο σε ξύδι και αλάτι βυθίζει
Να τον παστώσει άραγε
Να πάψει να γυρίζει
Να πάψει να σαπίζει
Κραδαίνοντας μαχαίρια
Και λάδι καυτό ετοιμάζοντας
Κουβέντα στην κουβέντα
Συχνά αναστενάζωντας οι τρεις
Χωρίς ανάσα και
Θαρρείς
Πως τα φύλλα έριξε η χαρτορίχτρα
Η ζωή όμως φύσηξε
Και τα σκόρπισε
Βράσανε στο ζουμί του καθημερινού
Στην φλόγα του εφήμερου
Που οι τρεις
Με σπουδή ετοιμάζουνε
Τη μοίρα αυτού του κόσμου
Μέχρι το μεσημέρι
Για σήμερα, όχι για αργότερα
Γιατί ποτέ δεν ξέρεις...


Βόλος 01.09.2012

16.40 στο τραπέζι του σπιτιού της Ε.
Στον Μ.Σ

26.7.12

ا (Aλεφ)


Είναι η αρχή
Ενός φωτός που αργοσβήνει
Κάθε φορά που την πλάτη σου γυρνάς
Στον αέρα που το ιδρωμένο σου κεφάλι γεμίζει
Χτυπώντας το με ρυθμό περίεργο
Δίνει φωνή στα δικά σου βήματα
Που ξεδιπλώνονται μέσα στη νύχτα
Περπατώντας στα ψηφιδωτά
Του πελαργού που αρνήθηκε τη φύση του
Για να γίνει καλλιτέχνης
Ξάφνου βρέθηκε στης γης τον πυρήνα
Λαβωμένος από τη μανία της αργοπορίας
Βρέθηκε να τρυπάει την άσφαλτο
Που τα αργά σου βήματα οδηγεί
Πίσω στο καμίνι που τα πάντα ξεκίνησαν
Με τη μυρωδιά από λουκούμι
Να ξεχύνεται στις μετ-εφηβικές σου αναμνήσεις
Που με κόπο πλέκουν φωλιά
Τη δημιουργία του σύμπαντος να αρχίσουν ξανά
Σαν μια μήτρα που επίμονα  σου ζητάει
Μέσα της να επανέλθεις
Καθώς οι γλωσσοδέτες που έμαθες δεν ήσαν αρκετοί
Και τώρα οφείλεις να στροβιλιστείς σε φθόγγους καινούς
Σάμπως και θα καταλάβουν-αυτοί
Αυτοί που έχουν σημασία-
Πως το πανηγύρι αυτό
Ξέμεινε καιρό χωρίς φώτα
Γιατί η αναίδεια, φωλιάζει στις πιο ψηλές κολώνες
Από το τέσσερα (4) στο επτά (7)
Και πάλι ανάποδα
Αυθαδιάζει μπροστά στο αγέννητο
Που του φωνάζω να κάνει γρήγορα
Μήπως και προλάβω
Μερικές στιγμές ακόμα

Φέρες, Βεράντα Εισόδου, Σπίτι Β
Αφιέρωμενο στο Δάσκαλο
 26.05.2012


1.7.12

Φαέθων





«Τη δύναμη μου θα αψηφήσω και θα ανεβώ ψηλά»
Έτσι μίλησε μια μέρα ο υιός του ήλιου
Και κρυφογέλασε στο θάνατο
Που παράπλευρα στεκόταν
Με παραδοσιακό αραβικό φόρεμα
Αναδιπλωμένος για να κρύβεται από τα μάτια τα αδιάκριτα

« Δεν έχει τέλος η δίψα μου για ζωή,
Το άρμα θα ζέψω για τον ουρανό,
Τι και αν στη γη ούτε καν το έχω πιάσει
Δεν είναι για μένα τα εύκολα
Τον ξανθό ζωοδότη θα ιάνω
Από τις φλόγες που του τρώνε κάθε μέρα τη σάρκα»
Έτσι αποφάσισε ο υιός του ήλιου
Και κρυφογέλασε στα εντόσθια του
Που με παλμό εδώ και καιρό χτυπούσαν
Και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τα βράδια
Μήτε να μεθύσει δυνατά
Καθώς για τη μεγάλη μέρα ετοιμαζόταν.

« Το πύρινο στέμμα του θα κάνω πιο λαμπρό,
Για να γεννήσει άστρα και πλανήτες,
Ακόμα πιο μεγάλα και όμορφα από αυτόν
Χωρίς  λειψούς παλμούς και άρρωστα πεδία,
Δίχως φραγμούς, αλλά με σεβασμό
Στου ανθρώπου τον ατέρμονο αγώνα»
Έτσι καυχήθηκε ο υιός του ήλιου και έστρεψε το σπέρμα του
Στον ουρανό σα να πυροβολούσε το σκοτάδι
Πυροτέχνημα να γονιμοποιήσει την άβυσσο,
Ξανά μαύρο ο κόσμος να μην προκάνει να ανταμώσει.

«Εμπρός, εμπρός άτια μου περήφανα,
Εμπρός πριν να γεράσετε, εμπρός πριν ξεχαστείτε
Και στου παχνιού την θαλπωρή μέσα αφήσετε
Τους μύες σας να ατονήσουν,
Εμπρός,  και ο κόσμος μας ανήκει,
Σήμερα η μέρα επαναστάτησε, σήμερα ο κόσμος αγριέψει
Σήμερα η ζωή το θάνατο πάτησε,
Σήμερα η πλάση βλέπει την τελευταία παλιά της μέρα,
Σήμερα ο υιός του ήλιου παίρνει αξία από την αξία σας
Το άρμα σας να πάει στον αιθέρα»
Έτσι μίλησε ο υιός του ήλιου
Και γέλασε δυνατά, όπως γελάει ένα παιδί που με ένα φτερό
Του χαϊδεύει κανείς τις πατούσες
Σίγουρος για το ατόπημα,
Σίγουρος για το χαμό του
Μα βέβαιος για το χειροκρότημα, το μεγάλο, το τελευταίο.
 
Έτσι μιλώντας ξεκίνησε, τα γκέμια χτύπησε με βία και τα άλογα αμάθητα
Στου αγοριού τα μαλακά ακόμα χέρια
Ξεκίνησαν σαν άνεμος να σκίζουν τον αέρα
Τόσο που ο Φαέθων μέθυσε, από την δύναμη και το πάθος
Που άφησε την πόρτα της καρδιάς του ανοιχτή
Άφησε τα χαλινάρια να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό του
Καθώς εκστασιασμένος αλάλαζε πως τον κόσμο θα αλλάξει.

Το άρμα ανέβηκε ψηλά και πάγωσε η πλάση,
Τα ποτάμια σταμάτησαν να ρέουν και τα πλάσματα στις λίμνες
Πέθαναν με μιας,
Ενώ τα φυτά έγιναν αγάλματα κρυστάλλινα σαν από άλλες εποχές
Διακοσμητικά στην προθήκη της γιαγιάς
Που τα ξεσκονίζει κάθε μέρα με μανία
Για να μη μιλάνε οι γειτόνισσες για την ακαταστασία της.

Έμεινε για λίγο στο ζενίθ του ουρανού και ατένισε από ψηλά την πλάση
Ο υιός του ήλιου πήρε την απόφαση για ελεύθερη πτώση μονάχος του
Μα τα γκέμια τον κρέμασαν από τον λαιμό στου άρματος την άκρη
Και με μια απότομη κίνηση τα άλογα τον έφεραν ξανά πάνω
Ενώ  βούτηξαν με βία προς τα κάτω, χωρίς καν να κουνάν τα πόδια του
Με το βάρος το δικό του και του άρματος
Σαν μετεωρίτης στροβιλίστηκαν προς τη γη

Και το άστρο που έσερνε το άρμα γινόταν όλο και πιο λαμπρό
Από την τριβή με την ατμόσφαιρα
Και άρχισε να καίει τα πάντα στο διάβα του
Σάρκες και βλάστηση έγιναν ένα
Τα ποτάμια εξατμίστηκαν και τα πλάσματα στις λίμνες έβρασαν
Στην πιο μεγάλη κακαβιά που δοκίμασε ποτέ ο κόσμος
Ενώ τα μεγάλα δέντρα λαμπάδιασαν και γίνανε πυρσοί
Να τα βλέπει ο εωσφόρος από τον άλλο κόσμο
Να μην χάνει το δρόμο του προς την κόλαση.

«Έτσι αλλάζει μόνο ο κόσμος, έτσι μόνο θα ξαναγεννηθεί»
Βροντοφώναξε ο υιός του ήλιου και ένα απόκοσμο βλέμμα άστραψε στα μάτια του
Άλλοι λένε πως ήταν η παράνοια,
Άλλοι πως ήταν η αντανάκλαση του κεραυνού του Δία
Που τον γκρέμισε….

 01.07.2012 Φέρρες, Σπίτι Β




18.4.12

H μικρή θλίψη του Πύργου της Βαβέλ


Εδώ και καιρό, μια μικρή θλίψη σκεπάζει τη Βαβέλ,
Με τους πανώριους κήπους της
Τους χρυσοποίκιλτους δρόμους
Τις πύλες από ελεφαντόδοντο, τα πανύψηλα μνημεία

Πλέον, ο πύργος της έπεσε σε λάθος παρτίδα
Του ζητάνε οι άρχοντες να κάνει κινήσεις από πιόνι
Μελετάνε λάθος τις παρτίδες
Και οι γλώσσες τους γίνονται σφάλματα
Από βιβλίο σε βιβλίο,
Από απόδοση σε απόδοση
Χάνεται η ουσία και το παιχνίδι γίνεται προβλέψιμο.

Ούτε η βασίλισσα μπορεί να κάνει κάτι,
βλέπει τους ίππους να απομακρύνονται
Τους ίππους που κάποτε ήταν η παρηγοριά και δύναμή της
Ο Βασιλιάς από καιρό είναι ανάπηρος
Κινείται μόνο στα κοντινά τετράγωνα
Και οι φήμες λένε ότι ξέχασε ακόμα
-αυτό ούτε να το ψιθυρίσω δε μπορώ-
να κινείται και διαγώνια.

Και η Βαβέλ στέκεται πανώρια
Τον πύργο της καμαρώνει
Γνωρίζοντας ότι έχει τη δύναμη και τη γοητεία
1000 πολιτισμών και 100 δράκων μέσα του
Ικανός να απωθήσει τον Ανίββα
Ίσως και τον Θεό ακόμα
Και όμως ο Πύργος θλίβεται
και η πέτρα του από μέσα θριμματίζεται
κάθε φορά που ακούει γλώσσες από το πουθενά
Να του φωνάζουν: Πήγαινε διαγώνια για να σωθείς.

Φερρες
07.30 πρωινή, γραφείο MSF.

1.4.12

Not


Not with the wild
Not with the lost
Not with the weird
Not with the Darkness
I embrace clarity and light
I wake with the mild
Doing mushy things
Expecting all from the seed
But nothing from the tree
Cause the tree is to high
And I always was afraid of heights
So, I clarify the air that I breath
Tell the world I a bright as a flicker
Extracting my soul
Putting it under the sun to dry
Away from the smoke of the green
But near to its short house
Diving deep with the descendant
Who screams to be evacuated
As soon as the dawn is cracking
Waving and throwing glances
To a sinister chain of events
Of pure luck that brought
All of au to the edge of time
Within few steps from the edge
Across few meters of creation
But far away from redemption
Not because we are sinister
Not even because we look like angels
Not quite the things that nice people want
Not exactly explanations piece
But because it’s time
For a miracle
To change itself
To light, to air to brain and body
Until we withdrawn
Into Insanity

30-03-2012 Feres
Posted in Xanthi, In S.X house

25.1.12

My Long Arm



My Long Arm
Reaching Afar
To the other side
Of the big lake
Grasping the world
Engulfing the soul
Of mischief and lies

My Long Arm
Prefers to stay near by
Few meters away
Grasping gravel and dirt
Whispering to the machines
Inhaling the fog
Exhaling rust
And rotten flesh odor

My Long Arm
Amputated every day
Like the hydra reviving at night
Staring into
The neon light

24.01.2012

Poros, Feres ex Military camp
During piping works


Spiritualized- I think I'm in love

19.1.12

....of a lifetime


Once,

Not even once,

Half time....

Cause once is too much

Is more than necessary

More than a human being can sustain.

Once,

Not even once,

Not even close to love.

Much greater, less complex

Trust failure

Faith shortage

Once,

Not even once,

Absence,

More stigma than touch

More bruises than lust

Edgie context

Thief or time

Once,

Close enough, but not

Explosion, behind safety glass

Gluttony and rampage

Murder with no evidence

Of weapon or a fight

Once,

Not even there

Once is whole

This is a hole, a black one

A shortage of logic

An atrocious everlastic

flesh eating bug

Smiling below your skin

Once,

of a lifetime

Not needed more

Full, but not complete

Always craving for surpluss

Neverending thirst

Incomplete,

Unique, and so familiar

Once,

Not there yet

Not yet art

Not a clue about where or when

Just incoherent mambo jumbo

on the threshold of communication

Through lack of eye contact.

Once,

Once, I tremble on this word

Every time is a start

The bridge to the end is being crossed

Yet with every abrapt sound

A star is born

Time goes back to its' womb

And god is a woman still

Just once,

But forever and on perpetuation

Just....

I break, once

And be completed again

With You,

A cosmic glue,

Just Once,

This has to end,

This must be reborn,

Once,

And for all.


Evros, Feres
19.01.2012

CBP- ...of a lifetime

15.1.12

HeartBeat



This is
According to a HeartBeat
Coffee
Breakfast
U
Coffee
Breakfast
U
Coffee
Breakfast
U
Coffee
Breakfast
U
Coffee
U
U
Coffee
U
U
Coffee
U
U
U
U
U
U
U
U
U
U
[…silence…]
Hush
Fuck off
You Know, where to find me…

9.01.2012

Φέρες, Έβρος


R.E.M- Oh my heart