8.7.16

A canvas for words
















Write as such as you fill your paper/ Γράψε έτσι ώστε ίσα να γεμίζεις το χαρτί σου
For any piece of paper is a canvas/ Γιατί κάθε κομμάτι χαρτιού είναι ένας καμβάς
Do not allow your ideas to drift/ Μην επιτρέπεις τις ιδέες σου να αποσκιρτούν
Into many papers or multiple sheets/ Σε πολλά χαρτιά ή σελίδες πολλάπλές
Compact your thoughts / Να τις συμπιέζεις τις σκέψεις σου
Squeeze them so you yield/ Στρίμωξέ τες ώστε να αρμέξεις
The nectar of creativity/ Το νέκταρ τις δημιουργίας

Be a painter of poetry/ Γίνε ένας ζωγράφος της ποίησης
Choose your margins/ Διαλέγοντας τα όρια σου
Tie up your phrases/ Δένοντας τις φράσεις σου
And order them to stay put/ Και διέταξέ τες να μείνουν ακίνητες

In such and only way/ Με αυτό και μόνο τον τρόπο
You can be counted as a great/ Στους μέγιστους θα μετρηθείς
For short poems strike through the heart/ Καθώς τα σύντομα ποιήματα, απ'την καρδιά πηγάζουν
While extensive strike through the mind/ Τα μεγάλα δε, έρχονται από το μυαλό
But, if a matter of mind it was/ Αλλά εάν το μυαλό ήταν να οδηγάει
Then a poet thou shall not be./ Για ποιητής δε θα λογαριαζόσουν.

Teknaf, Bangladesh 19.06.2016

7.7.16

Sisiphus at night















You came in the middle of the night
Turning the light on
"Come, you said, it is about time"
And, oh, what a fool was I
Jumping out of bed, following your nod.
But, just before my first step
You turned it off again
"Come on, follow my smell, you said"
And, oh, what a morron was I,
Lifting my nose up high, as a hound
Your long forgotten odour trying to locate
While my soul barked relendlessly
For some bones of your existence
But just before my first step
You changed rooms and you scent followed you along
Leaving me amidst an odourless darkness
"Come on, you said, spread your hands and hug me"
As I heard the bed squeaking
Oh my joy, took my soul by the hand
And together they carried this old body
Back to an empty mattress
Only to find it as I left it
Full of sweat and broken hopes
Which took your shape and spread your scent
Yet to torture me, for a night to come
Yet another stone to carry on my own hilltop
Of oblivion...

Teknaf, Bangladesh- 23.05.2016

6.7.16

“Off Balance in a rooftop garden of a lotus”



Have faith in the winds
In this forgotten corner of the earth
They are the ones who will move the lazy clouds...
Revealing the shy stars that hide behind


Have trust in words
In this obscured corner of your mind
They are the ones which will hold your injured spine
Keeping the balance that went off and is hard to maintain

Have belief in the lotus
In this rooftop that sits above the quite water
It is the one that will spread its odour
Curing your wandering mind that fills the night with images of love

Have certainty in the departing
In this insane game of late discoveries
He is the one that will rule your dreams
Covering the unfinished gap that left when he said goodbye
Have an open soul, cause those winds come once in a lifetime...

Thessaloniki 02.07.2016, 01.38

 

7.11.15

Το “Όχι”/ Νο








Σκέψεις συγκεκριμένες
Οδηγούν σε πράξεις αφηρημένες
Πολλαπλασιαμός των πάντων
Διαίρεση υπό του μηδενός
(Αδύνατον φωνάζει κάποιος, προσπερνώ)
Πρόσθεση της εμπειρίας
Αφαίρεση της αδυναμίας
Με την αυστηρή σειρά αυτή
Και φυσικά άναρθες κραυγές
Κάπου στο τέλος εκεί
Την φανταστική επίγνωση
Να υλοποιούν

Γνώση εμπρόθετη
Και αυτή αφηρημένη,
Των ανωτέρω πράξεων αποτέλεσμα
Σε ένα κόσμο που όλοι αποκαλούν όνειρο
Με εφιαλτικές προεκτάσεις
Σαν πλοκάμια που,
Όλο και πιο βαθιά χωμένα,
Στου μυαλού τα χρώματα
Σβήνουν τα κύτταρα ένα ένα
Πρόωρου θάνατου προετοιμασία,
Σειρά να παίρνουν και άλλοι

28.10.2015
Ντάκα, Μπαγκλαντές


Concrete thoughts
Lead to abstract acting
Multiplication of everything
Division by zero
(Impossible somebody will say, I ignore)
Addition of experience
Deduction of weakness
With this particular order
And of course, meaningless screams
Somewhere in the end
Fulfilling the imaginary
Self-awareness

Articulated knowledge
Abstracted as well
Result of the aforementioned operations above
In a dreamy world, as everybody claims
Extending to a nightmare
Like tentacles that,
Shoved deeper every time
In one mind’s colors
Erase the brain cells one by one
As preparing for a premature death
To leave some space for the next one. 

28.10.2015
Dhaka, Bangladesh

21.6.15

Ανναμονή



«Την μία μονότονην ημέρα, άλλη μονότονη απαράλλακτη ακολουθεί [...] και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει». (Κ.Π Καβάφης, Μονοτονία, 1908)

https://www.flickr.com/photos/xristos86/13624788775/
Για ώρες την εκοίταζα, ίσως για ημέρες να’ ταν
Ασάλευτη εκεί σαν ήταν
Μηδέ της πλατείας το άγαλμα
Πιότερο καιρό θα είχε να κουνηθεί
Δεν άντεξα
Περίεργος σαν ήμουν από μικρό παιδί
Και άνοιξα το στόμα

Τα μάτια της εγύρισε, με κοίταξε στα χείλη
Για ώρες με εκοίταζε, ίσως για ημέρες θα’ταν
Κάθε μου ανάσα μέτρησε
Το στόμα μου κάθε φορά που άνοιγα
Μετρούσε την απόσταση
Να φτάσει στην ψυχή μου

Σαν μπόρεσα από το βλέμμα να ξεφύγω
Ψέλισσα σιγά αυτό που με βασάνιζε τώρα καιρό
«Τι περιμένεις έτσι ακίνητη κόρη λευκή πανώρια
το βάρος στηρίζοντας στης απόγνωσης
τα δύο γυμνά σου πόδια;
Μήπως τεχνίτες έμπειρους από της Ανατολής τα μέρη;»

Τα μάτια της κοιτάξανε κάτω μεμιάς στο χώμα
Σαν ντράπηκε θαρρείς
Λες και άνθρωπος πρώτη φορά της μίλησε.
Για ώρες κοντοστάθηκε, ίσως για ημέρες να ήταν
Και έβγαλε φωνή απαλή σαν σε παιδί της μάνας χάδι.

«Όχι καλέ μου παρατηρητή.
Τεχνίτες δεν προσμένω, ετούτοι ήρθαν
Μέτρησαν μα σχέδιο δεν κάμαν.
Το συζητήσανε πολύ αλήθεια,
Γνώμες έπεσαν μύριες στο τραπέζι μου
Μα τελικά της φαντασίας μου το πόνημα
Δεν μπόρεσαν να χτίσουν».

«Τότε μήπως ζωγράφοι θα φανούν
Με τα βαριά πινέλα
Χρώματα κραδαίνοντας και μουσαμάδες
Να σε αποθανατίσουν;»

«Μηδέ ετούτοι εστέριωσαν καιρό στην αυλή μου μέσα», αποκρίθηκε.
«Μήνες και χρόνια ατέρμονα προσχέδια σκαρώναν
Με μπλέ πάνω στο κόκκινο και το μαύρο ολούθε γύρω.
Φιλότιμες προσπάθειες κάμαν.
Κανείς τους όμως δεν κατάφερε
Τον πόνο μου εικόνα να τον κάνει».

Με μία σιγουριά στο στέρνο μου τότε την ερώτησα ξανά
« Τους ποιητές τότε βέβαια
Αυτούς με τα πανώρια λόγια
Αυτούς θα περιμένεις.
Ετούτοι χτίζουν  στο λεπτό
και ύστερα γκρεμίζουν.
Και από χρώματα μαθές
Έχουν μυριάδες».

«Καλέ μου περιπλανητή, συγχώρα με
Όπως και αυτοί το κάνανε σε εμένα
Έτσι και γω θα σε απογοητεύσω.
Μερόνυχτα ολάκερα γράφανε πολλές αράδες
Λέξεις πανώριες και καινές, εμπλέκαν ιστορίες
Καμιά όμως δεν ταίριαζε
Σαν θες να περιγράψει της αγωνίας μου αυτής
Το απόκρυφο σημείο».

Και ύστερα συνέχισε

«Μου φαίνεσαι όμως ευγενής,
Δε θα σε κουράσω άλλο
Τι περιμένω θα σου πω,
Και αν θέλεις με πιστεύεις».

«Τον χρόνο περιμένω,
Των πάντων αυτοκράτορα.
Να έρθει με την μεγάλη άμαξα
Πέρα να με τραβήξει
Απο την ίσια της συνήθειας γραμμή.

Μα όσο τον περιμένω τόσο αργεί
Και πολύ φοβάμαι πως σαν θα έρθει
Παρέα με τον θάνατο θα είναι
Μία ωραία ηλιόλουστη ημέρα.
Και σαν θα με ρωτήσει πως ήταν ως εδώ η ζωή
Βραχνά θα του απαντήσω:
Συνήθεια μονάχα».

Ντάκα 19/06/2015