4.6.15

Ένα θαλασσινό κοχύλι



 












 (Αφιερωμένο στο Στέλιο Ξ.)

Ο έρωτας που σε σηκώνει κάθε βράδυ
Έτσι να τον περιγράφεις με τα λόγια μου
Για να τον σκοτώνεις και να καλοκοιμάσαι:
"Αρμύρα πρωϊνή και ήχος δάσους πρωϊνού
Σαν ξυπνάς του καλοκαιριού μία πρωϊα
Με όλα τα αρώματα και τα χρώματα
Του δάσους που έγινε προσκέφαλο
Φιλτράρει για να μη μεθύσεις.
Και σέρνεσαι από τον θαλασσινό αγέρα
Προς το φλοίσβο,
Εκεί που μία μεσόκοπη γυμνή κόρη
Λούζει τις αμαρτίες της με φύκια και αφρούς
Της Αφροδίτης πορεία ανάστροφη σαν κάνει
Αδειάζεις τα ρούχα σου σε μία γωνιά
Και χύνεσαι στο κύμα
Έρωτα λες πως κάνεις πιά, μια και η θάλασσα σας δένει
Σταυρόκομπο όπως δένει ο ναύτης το βαπόρι
Που ποτέ δικό του δε θα γένει
Μιάς και το νερό σε κάποια ακτή θα το ξεβράσει
Όπως το κύμα εσένα πια αφήνει
Γυμνό στων χοντροβότσαλων την κόχη
Να λιάζεις τα αχαμνά σου
Με φόβο μη και χάσεις κομμάτια απ’την αρμύρα
Την ίδια που φορεί και η κόρη που πια σε χαιρετάει
Γελώντας, γιατί ξέρει αυτή
Πως τα πουλιά που κυκλικά πετούν απ’το κεφάλι της ίσα πάνω
Σεισμούς προφητεύουν και καταστροφές"
Έτσι να ξορκίζεις τα όνειρα, με τέτοιες καλές εικόνες.
Καθώς αν τα αφήσεις να ξεχυθούν,
Μπορεί ένα κοχύλι να βρείς στο πλάι σου το επόμενο βράδυ
Και τότε είσαι αληθινά χαμένος.






Ντάκα,
04/06/2014

26.4.15

Οίδα




Κοιτώ ψηλά και μιλώ με ταπεινότητα,
Όπως αρμόζει σε ταπεινούς να μιλούν σε αρχόντους,
Σε εσάς, τα δέντρα απευθύνομαι
Να μας προσέχετε εμάς τα πουλιά.

Σε εσάς στρέφω τα λόγια μου
Δεν έχω που αλλού να αφήσω
Μιά σταλιά οργή και έναν ωκεανό αγάπη,
Σε εσάς τα δέντρα, που ριζώνετε τις πλαγιές
Που τους κάμπους κυριαρχείτε,
Να μας φροντίζετε εμάς τα πουλιά.

Σε εσάς ομολογώ τον πόνο μου,
Είμαστε άπιστοι και  μικροί,
Πότε εδώ και πότε εκεί,
Σας αφήνουμε τα περιττώματα μας
Όχι για να σας λερώσουμε, μα για να έχετε λίπασμα
Εσείς τα δέντρα,
Να μας συγχωρείτε εμάς τα πουλιά.

Σε εσάς αφήνω τον αναστεναγμό μου
Σας φέρνω νέα από μακρυά,
Όχι σαν και αυτά που παίζουν στις οθόνες σας
Δε σας μιλώ για βία, αίμα και επανάσταση
Μα για σπίτια, για ανθρώπους, για ζωή
Που άλλα δέντρα που τα ξεριζώνουνε
Χάσανε και πέσαν στο ποτάμι της λήθης
Να μας ακούτε εμάς τα πουλιά

Σε εσάς ψιθυρίζω, που κλωτσάτε ευκαιρίες
Σας δίνω τα μυστικά του πλούτου και της καλοπέρασης
Ένα προς ένα, ποτισμένα ήδη με αίμα
Μην τυχόν και χύσετε το δικό σας
Αλοίμονο, το δικό σας είναι άγιο
Το δικό τους μίασμα και ντροπή,
Να μας συμπαθάτε εμάς τα πουλιά

Εσάς παρακαλώ, τα αγέρωχα με τις τεράστιες ρίζες
Που νομίζετε ότι είστε ακλόνητα
Αφήστε μας λιγάκι να κοιμηθούμε στις κουφάλες σας
Κουφάλες που έχετε στη θέση της καρδιάς σας
Αύριο θα φύγουμε, μα να ξέρετε
Νέα πουλιά θα έρθουνε,με νέες ιστορίες
Να ξεκουραστούμε αφήστε μας
Και σας πεθάνουμε, και εμείς θα γίνουμε λίπασμα
Να μεγαλώνετε εσείς και τα παιδιά σας
Και τα όρνεα να τρέφονται, κοιτόντας σας με τρόπο....

Ντάκα, Μπαγκλαντές
26.04.2015

26.10.14

How the space in between the teeth is enough to conquer an ever spinning world.





It is known to everybody
Good things always
In the bottom shall stay
Filling all the narrow corners
And taking up the lesser space.

That is why I hunt my breath at night
Making different calculations
About how I can split space
Either in seven, four or three pieces
Pushing myself to fit
In the tightest hole of a huge gap.

Fortunately, 3 of my ancestors watch from above
And one is still thinking of me from afar,
Planting in my mind roots and steam
Building my muscles from within
Firing up my breath.

That is the moment that I take one more step,
This is why I know I belong in another race
Which fits the narrow space
But is breaking its way
Conquering all that seems to flow
Since it is narrow minded.

Abbreviations that switch my mind set
Soon are kicked back and I seek
To drive the water within my sweat
Which drops down to the narrow space,
Narrow enough to fit eternity.

Although sometimes being too tired,
I lay and sleep
In my daughters small embrace.


 


24 October 2014
Tacloban- Philippines
Dream Cafe

13.7.14

Immortalizer




Then, the shout was heard
“Quick, bring me forth
The immortalizer, the one.
For the night tree
Has finally given birth
To the real moon
Beneath the iron moulded sky”
And after a great silence
Covered the previous noisy oasis
As a pick-pocket bereft
The gift of sound from the world.
Then, the shout was heard again
“Quick you fools and unworthy
Servants of men.
 Bring forth the one
Who can stop time, it is his time.
To blow immortality into
This dying flesh,
For the night tree
Finally has resurrected light,
And after,
A great silence was spread again
As if a frozen wind
Took over the tongues of humans
And subordinated nature
Amputating all from the privilege
Of sound and whisper.
Then, for the third time
The shout was heard:
“Quick, or I will curse you,
The moon has started withering,
It is bright, yet short its’ life is,
The night tree is on fire by
The flame of the enlightened ball.
Send me the immortalizer
Or else the next one million years will be submitted
Into darkness and pain.”
And after,
Not much after a century’s time
An unborn kid emerged
Of the dirty oasis water
And thus it had spoken
Violating the silence:
“Dear Lord,
Don’t you know that
The immortalizer, mortal himself,
Was deceased
Choked by a hope
That sprung within his neck
Guiding him to immortalize
His pitiful self.
Now he is laying cold and still
Below the night tree.”
Thus, the child had spoken.
And after,
There was silence
For a million years. 




Tacloban- Philippines
13.07.14


30.10.13

ZBYB94

Προσπαθώ με βία να ενώσω τις τελίτσες,
Αυτούς τους μαύρους μικρούς διαόλους
Που μου κρύβουν την ευτυχία
Ζητώντας να τις ενώσω με γραμμές
Που φυλακίζουν και περιχαρακώνουν
Το χώρο και αμαυρώνουν το όμορφο λευκό
Προσπαθώ να ενώσω λέει,
Γιατί πρέπει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους
Να μου ψιθυρίσουν τι έχω κάνει εχτές
Τι έκανα σήμερα και τι θα κάνω αύριο.

Μα όσο και αν προσπαθώ να τελειώσω την απεχθή τούτη εργασία
Όλο και μία καινούρια τελεία παρουσιάζεται,
Κοντά συνήθως στην τελευταία
Και όσο λέω «θα την πιάσω»
Τόσο ξεμακραίνει
Και από το πάθος μου να την ενώσω με τις υπόλοιπες
Ανοίγω και σκορπίζω τις υπόλοιπες
Μέχρι που η φυλακή γίνεται λαβύρινθος
Το σχέδιο σουρεαλιστική απεικόνιση του τίποτα

Τότε εμφανίζεται ο Ασιάτης πάνω στο πράσινο ποδήλατο
Σταματάει μπροστά μου επιδεικτικά
Φωνάζοντας τρεις γνωστές μα συνάμα ακατάληπτες λέξεις
Μου χαμογελάει στρίβει και χάνεται
Και οι τελείες υπνωτισμένες τον ακολουθούν
Μαζί με τις γραμμές
Μαζί με εκατομμύρια ανθρώπων που παρατάνε τις δουλειές τους
Και τρέχουν ξωπίσω του
Προς τη θάλασσα

Και εκεί, γαλήνη, ησυχία, τάφος
Φύλλο δεν κουνιέται και όμως το νερό δείχνει ανταριασμένο
Ακίνητο, μα υπόκωφα μπορώ να το ακούσω
Μπορώ να αναγνωρίσω στην αντανάκλασή του
Τη συνέχεια του εαυτού μου
Που απλά είναι δημιούργημα  κάποιου άλλου
Σε εμένα απλά έλαχε το έργο
Να ενώσω τις τελείες
Που τρέχουν πανικόβλητες πια,
Να μαζέψουν τους βουτηχτάδες
Για να έχουνε ακόλουθους
Και μάρτυρες

Πολλούς.

30.10.2013
Άγιος Δημήτριος
Αθήνα

26.10.13

Διακοπή















Γινήκανε οι αυλές μας
Αυτοκινήτων Νεκροταφεία
Κρυμμένα Επιμελώς
Πίσω από πλαστικά αναρριχόμενα
Πίσω από ψέματα καλλωπιστικά

Και συνθλίβονται τα παλιοσίδερα
Τα κάποτε χρήσιμα
Από τοίχους που ακίνητοι μοιάζουν
Κι όμως ολοένα πλησιάζουν
Διαλύοντας τις λαμαρίνες
Ρουφώντας το λιγοστό
Έτσι και αλλιώς οξυγόνο

Και πνίγονται οι παιδικές φωνές
Που κάποτε αντηχούσαν στις πίσω θέσεις
Γίνονται κραυγές, έπειτα τσιρίδες
Και μετά σιωπές
Τόσο δυνατές
Που τις ακούς όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου
Όταν κοιτάζεις  την δουλειά σου
Τον θόρυβο των αλυσίδων σου ξεπερνώντας.

Από κάτω σήραγγες ανοίγονται
Η θλίψη γρήγορα να ταξιδεύει
Από πάνω θηρία σηκώνονται
Για να νιώθουμε μικροί
Και οι σκάλες τους στενές
Ουρές για τα ουράνια
Ατελείωτες

Οι αυλές γινήκανε
Νεκροταφεία της ελπίδας
Πόρτες κλειστές, ανάσες βαριές
Κάθε μέρα πιο κουρασμένες, πιο νωθρές
Ούτε ο καθημερινός μόχθος δεν έμεινε
Να του φορτώσουμε τα δεινά του κόσμου τούτου.



23.10.2013
Πλατεία Αττικής
Προθάλαμος Ιατρείου Δρ. Κ.

Εν μέσω διακοπής Ρεύματος.

14.3.13

Σισυφου ανάπλασις

Καιρό τώρα,
Μέσα μου δύο εχτροί μετρώνται. Λέγει ο ένας:
" Γράψε το, μη το κρατάς
  Την θύρα άνοιξε του μυαλού σου
  Στον ήλιο βγάλε τον πόνο
  Να φωτιστεί να γίνει έκρηξη πρώτα,
  Μετά ανυπαρξία"
Ο άλλος πάλι, συνετός αποκρίνεται:
 " Κράτα το κι άλλο,
   Θαρρώ δεν είναι έτοιμο
   Τρέφεται μου φαίνεται ακόμα
   Από τον λώρο τον ομφάλιο,
   Των ιδεών και του πόνου σου."
  Και είναι τέτοια η διχόνια τους
  Που χτυπιούνται και παλεύουν
  Ακόμα και στου ονείρου την ιερή στιγμή,
  Χτυπιούνται και ματώνουν,
  Δε νοιάζονται θαρρείς, οτι εγώ πονώ.
  Και πάντα, από τον πόνο
 Να γλιτώσω ακούω το δαίμονα
 Και στο λευκό γεννάω,
 Μα σαν η βιάση μου αυτή εκτρώματα να τήκτει
 Καινά άλγη πιο σκληρά
........
Ύστερα ξαναρχίζουν...

 Aθήνα 14.03.2012, το πρώτο με την κόρη μου να κοιμάται δίπλα μου....