7.11.15

Το “Όχι”/ Νο








Σκέψεις συγκεκριμένες
Οδηγούν σε πράξεις αφηρημένες
Πολλαπλασιαμός των πάντων
Διαίρεση υπό του μηδενός
(Αδύνατον φωνάζει κάποιος, προσπερνώ)
Πρόσθεση της εμπειρίας
Αφαίρεση της αδυναμίας
Με την αυστηρή σειρά αυτή
Και φυσικά άναρθες κραυγές
Κάπου στο τέλος εκεί
Την φανταστική επίγνωση
Να υλοποιούν

Γνώση εμπρόθετη
Και αυτή αφηρημένη,
Των ανωτέρω πράξεων αποτέλεσμα
Σε ένα κόσμο που όλοι αποκαλούν όνειρο
Με εφιαλτικές προεκτάσεις
Σαν πλοκάμια που,
Όλο και πιο βαθιά χωμένα,
Στου μυαλού τα χρώματα
Σβήνουν τα κύτταρα ένα ένα
Πρόωρου θάνατου προετοιμασία,
Σειρά να παίρνουν και άλλοι

28.10.2015
Ντάκα, Μπαγκλαντές


Concrete thoughts
Lead to abstract acting
Multiplication of everything
Division by zero
(Impossible somebody will say, I ignore)
Addition of experience
Deduction of weakness
With this particular order
And of course, meaningless screams
Somewhere in the end
Fulfilling the imaginary
Self-awareness

Articulated knowledge
Abstracted as well
Result of the aforementioned operations above
In a dreamy world, as everybody claims
Extending to a nightmare
Like tentacles that,
Shoved deeper every time
In one mind’s colors
Erase the brain cells one by one
As preparing for a premature death
To leave some space for the next one. 

28.10.2015
Dhaka, Bangladesh

21.6.15

Ανναμονή



«Την μία μονότονην ημέρα, άλλη μονότονη απαράλλακτη ακολουθεί [...] και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει». (Κ.Π Καβάφης, Μονοτονία, 1908)

https://www.flickr.com/photos/xristos86/13624788775/
Για ώρες την εκοίταζα, ίσως για ημέρες να’ ταν
Ασάλευτη εκεί σαν ήταν
Μηδέ της πλατείας το άγαλμα
Πιότερο καιρό θα είχε να κουνηθεί
Δεν άντεξα
Περίεργος σαν ήμουν από μικρό παιδί
Και άνοιξα το στόμα

Τα μάτια της εγύρισε, με κοίταξε στα χείλη
Για ώρες με εκοίταζε, ίσως για ημέρες θα’ταν
Κάθε μου ανάσα μέτρησε
Το στόμα μου κάθε φορά που άνοιγα
Μετρούσε την απόσταση
Να φτάσει στην ψυχή μου

Σαν μπόρεσα από το βλέμμα να ξεφύγω
Ψέλισσα σιγά αυτό που με βασάνιζε τώρα καιρό
«Τι περιμένεις έτσι ακίνητη κόρη λευκή πανώρια
το βάρος στηρίζοντας στης απόγνωσης
τα δύο γυμνά σου πόδια;
Μήπως τεχνίτες έμπειρους από της Ανατολής τα μέρη;»

Τα μάτια της κοιτάξανε κάτω μεμιάς στο χώμα
Σαν ντράπηκε θαρρείς
Λες και άνθρωπος πρώτη φορά της μίλησε.
Για ώρες κοντοστάθηκε, ίσως για ημέρες να ήταν
Και έβγαλε φωνή απαλή σαν σε παιδί της μάνας χάδι.

«Όχι καλέ μου παρατηρητή.
Τεχνίτες δεν προσμένω, ετούτοι ήρθαν
Μέτρησαν μα σχέδιο δεν κάμαν.
Το συζητήσανε πολύ αλήθεια,
Γνώμες έπεσαν μύριες στο τραπέζι μου
Μα τελικά της φαντασίας μου το πόνημα
Δεν μπόρεσαν να χτίσουν».

«Τότε μήπως ζωγράφοι θα φανούν
Με τα βαριά πινέλα
Χρώματα κραδαίνοντας και μουσαμάδες
Να σε αποθανατίσουν;»

«Μηδέ ετούτοι εστέριωσαν καιρό στην αυλή μου μέσα», αποκρίθηκε.
«Μήνες και χρόνια ατέρμονα προσχέδια σκαρώναν
Με μπλέ πάνω στο κόκκινο και το μαύρο ολούθε γύρω.
Φιλότιμες προσπάθειες κάμαν.
Κανείς τους όμως δεν κατάφερε
Τον πόνο μου εικόνα να τον κάνει».

Με μία σιγουριά στο στέρνο μου τότε την ερώτησα ξανά
« Τους ποιητές τότε βέβαια
Αυτούς με τα πανώρια λόγια
Αυτούς θα περιμένεις.
Ετούτοι χτίζουν  στο λεπτό
και ύστερα γκρεμίζουν.
Και από χρώματα μαθές
Έχουν μυριάδες».

«Καλέ μου περιπλανητή, συγχώρα με
Όπως και αυτοί το κάνανε σε εμένα
Έτσι και γω θα σε απογοητεύσω.
Μερόνυχτα ολάκερα γράφανε πολλές αράδες
Λέξεις πανώριες και καινές, εμπλέκαν ιστορίες
Καμιά όμως δεν ταίριαζε
Σαν θες να περιγράψει της αγωνίας μου αυτής
Το απόκρυφο σημείο».

Και ύστερα συνέχισε

«Μου φαίνεσαι όμως ευγενής,
Δε θα σε κουράσω άλλο
Τι περιμένω θα σου πω,
Και αν θέλεις με πιστεύεις».

«Τον χρόνο περιμένω,
Των πάντων αυτοκράτορα.
Να έρθει με την μεγάλη άμαξα
Πέρα να με τραβήξει
Απο την ίσια της συνήθειας γραμμή.

Μα όσο τον περιμένω τόσο αργεί
Και πολύ φοβάμαι πως σαν θα έρθει
Παρέα με τον θάνατο θα είναι
Μία ωραία ηλιόλουστη ημέρα.
Και σαν θα με ρωτήσει πως ήταν ως εδώ η ζωή
Βραχνά θα του απαντήσω:
Συνήθεια μονάχα».

Ντάκα 19/06/2015




4.6.15

Ένα θαλασσινό κοχύλι



 












 (Αφιερωμένο στο Στέλιο Ξ.)

Ο έρωτας που σε σηκώνει κάθε βράδυ
Έτσι να τον περιγράφεις με τα λόγια μου
Για να τον σκοτώνεις και να καλοκοιμάσαι:
"Αρμύρα πρωϊνή και ήχος δάσους πρωϊνού
Σαν ξυπνάς του καλοκαιριού μία πρωϊα
Με όλα τα αρώματα και τα χρώματα
Του δάσους που έγινε προσκέφαλο
Φιλτράρει για να μη μεθύσεις.
Και σέρνεσαι από τον θαλασσινό αγέρα
Προς το φλοίσβο,
Εκεί που μία μεσόκοπη γυμνή κόρη
Λούζει τις αμαρτίες της με φύκια και αφρούς
Της Αφροδίτης πορεία ανάστροφη σαν κάνει
Αδειάζεις τα ρούχα σου σε μία γωνιά
Και χύνεσαι στο κύμα
Έρωτα λες πως κάνεις πιά, μια και η θάλασσα σας δένει
Σταυρόκομπο όπως δένει ο ναύτης το βαπόρι
Που ποτέ δικό του δε θα γένει
Μιάς και το νερό σε κάποια ακτή θα το ξεβράσει
Όπως το κύμα εσένα πια αφήνει
Γυμνό στων χοντροβότσαλων την κόχη
Να λιάζεις τα αχαμνά σου
Με φόβο μη και χάσεις κομμάτια απ’την αρμύρα
Την ίδια που φορεί και η κόρη που πια σε χαιρετάει
Γελώντας, γιατί ξέρει αυτή
Πως τα πουλιά που κυκλικά πετούν απ’το κεφάλι της ίσα πάνω
Σεισμούς προφητεύουν και καταστροφές"
Έτσι να ξορκίζεις τα όνειρα, με τέτοιες καλές εικόνες.
Καθώς αν τα αφήσεις να ξεχυθούν,
Μπορεί ένα κοχύλι να βρείς στο πλάι σου το επόμενο βράδυ
Και τότε είσαι αληθινά χαμένος.






Ντάκα,
04/06/2014