15.4.09

Α. όπως Άνοιξη


Με την αβάσταχτη έκρηξη της σιωπής
Να εγκυμονείται στο στομάχι
Με βρήκε το πρωί όπως με άφησε το βράδυ
Νωθρό, κενό και φταίχτη
Μπροστά σε μία απουσία που έμεινε να κρέμεται
Στο τελευταίο σου βλέμμα
Μόνο που, ήσουν εκεί…

Με την επαναλαμβανόμενη έκρηξη της συνήθειας
Να δίνει δύναμη στο σώμα που δεν πρόλαβε να ξημερώσει
Το μαύρο δηλητήριο που σε κερνάω πάντα, κίνησα να ετοιμάσω
Ζεστό, θαμπό και Εύοσμο
Πάνω στο βρώμικο τραπέζι που με κόπο το βαστάει
Και έμεινε εκεί μέχρι να παγώσει
Μόνο που ,το έπινες σιγά σιγά…

Με την κλινική έκρηξη ενός υποχόνδριου
Να φορτώνει τις ακαθαρσίες της ψυχής σε ένα άλλο άρμα
Το λάκκο που καίς και θάβεις όσα όλο το βράδυ σε στοίχειωσαν
Βαριά, άσχημα και δύσμορφα
Δίπλα στην κούπα με το πρωινό σου αίμα
Που μεταγγίζει μια ζωή στις φλέβες σου
Μόνο που, τη ζούσες κάθε μέρα…

Με την ασάλευτη έκρηξη ενός νεκρού
Να προσπαθεί να βγει μέσα από το φέρετρο που ο ίδιος έφτιαξε
Κατέβασα τα σύννεφα που τον πρωινό ήλιο κορόιδευαν
Αργά, δυνατά και υπνωτισμένα
Κάτω από τον Σταυρό στο Γολγοθά
Εκείνος με κοιτούσε με αγάπη
Μόνο που, είχε το βλέμμα σου το διαπεραστικό…

Με την κουφή έκρηξη ενός αναίσθητου
Να ορκίζεται στα ίδια του τα σωθικά
Ανακάλυψα τις ίδιες μου τις αμαρτίες
Σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες
Από τις σκέψεις που έρχονται να γεμίσουν την ήδη γεμάτη μέρα μου
Με το γκρίζο της αβεβαιότητας μέχρι το χείλος του μισοάδειου
Μόνο που, στον αφρό του κολυμπάς εσύ…

Με την απαθή έκρηξη ενός αγνώμονα
Να αρνείται να κοιτάξει τον ήλιο στα μάτια
Άφησα τα πάντα και έφυγα
Μακριά, βουβά, θλιμμένα
Μήπως και σε βρω στου αντίπερα τα σύνορα
Να αστειεύεσαι απλά για να μην κλάψεις
Μόνο που, το δάκρυ είχε ήδη στεγνώσει στο στήθος σου…

Με την λυρική έκρηξη ενός ποιητή,
Να βολεύει χείμαρρους σε μερικές γραμμές
Σχεδίασες αυτά τα στίγματα στο μυαλό μου
Μικρά, ασήμαντα, φλύαρα
Δίχως λόγο μα με τη φωνή ενός παιδιού
Ταξίδια να σου τάζω και συ να χαίρεσαι κρυφά…
Μόνο που, ακόμα είμαστε εδώ,
Αυτή την άνοιξη, Άνοιξη μου…

15-04-2009, για την Αργυρώ. Ακούγοντας Αlias and Tarsier και το άλμπουμ Brookland And Oaklyn.

Jesus don't want me for a sunbeam από Nirvana

6.4.09

Πόρτο Μέντε


Δεν έχω μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τον ουρανό
Όλοι να το καταλάβουν μπορούν
το γαλάζιο του χρώματος του
Και τα παιδιά ακόμα το ξέρουν
Όμως και αυτοί που να τον αγγίξουν τόλμησαν
Με βέλη σιδερένια που φτύνουν φωτιές
Πόσο μαύρος είναι μέσα του διαπίστωσαν.

Δε σταματάω το μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τον ήλιο
Βγαίνει αγέρωχα το ξημέρωμα
Σκορπώντας τις ακτίνες του απλόχερα
Ζεσταίνοντας την πλάση και τα πλήθη
Μόνο για να σβήσει κάθε σούρουπο
Αφήνοντας τους ανθρώπους στα σκοτάδια
Να ζήσουνε τις ανομίες τους.

Δεν ορίζω το μυαλό,

Το μυαλό μου σαν τη θάλασσα είναι
Στην ηρεμία της ακόμα
Ρεύματα ισχυρά και υπόγεια περνούν
Και σαν φουρτουνιάζει, λιμάνια και ακτές καταβροχθίζει
Τραβόντας μέσα στην άβυσσο της
Ό,τι με κόπο έχει φτιάξει ο άνθρωπος.

Δεν υπάρχει το μυαλό,

Το μυαλό μου είναι σαν τη φωτιά
Ανάβει και καίει και λαμπαδιάζει
Μα είναι ετερότροφη και δίχως τροφή λουφάζει
Μικραίνει και μακραίνει και αυτές τις στάχτες της ακόμα
ο άνεμος τις σκορπά και τις παίρνει
Θυμίζοντας σε όλους που ήρθαμε και που θα επιστρέψουμε.

Δεν πεθαίνει το μυαλό,

Θα είναι εκεί και όταν εσύ θα έχεις φύγει
Ακόμα όταν και ο ουρανός και η θάλασσα γίνουν ένα
Ακόμα και όταν ο ήλιος βουτήξει μέσα τους
και σβήσει τη φωτιά του
Θα είναι εκεί, μονάχο του αλλά εκεί
Να τα φτιάξει όλα από την αρχή
Ένα σύμπαν καινούριο
Όπως αρμόζει σε κάτι που δεν υπάρχει...


ΥΓ: Στο λιμάνι του Πόρτο Χέλι, 19.03.2009 ένα φωτεινό πρωϊνό

26.3.09

Κενό


Δεν κρέμεσαι από το κενό, Αλλά
Απλώνεσαι από πάνω του, Προσπαθείς
Να το γεμίσεις με τους ήχους σου, Δυνατά
Να ακουστούν οι λέξεις σου, Απέναντι
Χωρίς να ζητάς απόκριση, να Nιώσεις
Με μία κουβέντα να καταλάβεις, τα Πάντα
Χωρίς να γίνεται το χτες, Σήμερα

Κατεβαίνεις τις σκάλες, Βιαστικά
Όμως εγώ πήρα τον άλλο ανελκυστήρα, Να σε προλάβω
Γιατί χάθηκες στον μαύρο ορίζοντα, Προσπαθώντας
Να αγγίξεις το κρύο μέταλλο της καθημερινότητας, σαν σε Όνειρο
Σε έβλεπα μέσα από το στενό τζάμι, που Θόλωνε
Από του έρωτά μου τα χνώτα μέσα, στο Κρύο

Σε είδα στην απέναντι όχθη, Να γελάς
Να χειρονομείς τα αισθήματά σου, χωρίς Ντροπή
Διώχνοντας τους καπνούς από τα μάτια μου, Αποφασιστικά
Σα να ήθελες να με κάνεις δικό σου στον κόσμο, Μέσα
Να γυμνωθείς και να με πάρεις μέσα σου, στου μυαλού σου.
Τα τραγούδια με τους μύθους και τα διηγήματα, τα απόκοσμα
Όλα τα σκοτεινά της ζωής μου φωτίζοντας, Μονοπάτια.

Ίσως κάποια στιγμή ξανασυναντηθούμε, Μοναχοί
Χωρίς κενό και άψυχα εμπόδια, θα Μείνουμε
Να κοιτάμε ο ένας τον άλλο στα χείλη, και Πάλι
Καρτερώντας την Άνοιξη εκείνη, σαν Πρώτα
Να χτυπήσει την καρδιά μας σε σημείο καίριο, Αληθινά
Με όλη την κούραση μιας ανθισμένης μέρας, στην Ανάγκη
Που όρισε η πορεία μιας ζωής που ποτέ δε ζητήσαμε, να Ζούμε.

19.2.09

Αστική Λήδα (Ι.Ν.Ι)


Το ξέρω ότι βαριανασαίνω Λήδα
Όποτε είμαι τόσο κοντά σου μα,
Δεν είναι η κοντή ανάσα της ηδονής πια
Παρά η κούραση και η πίκρα και η απογοήτευση
Για αυτά που νιώθω, αυτά που βλέπω, αυτά που κάνω
Μα για αυτά μιλιά δε βγάζω.

Στο διάβα σου τους βλέπεις Λήδα
Πιο κάτω δύο τετράγωνα από της γνώσης το αντίσκηνο
Με ρούχα παλιά και μελαψό το δέρμα
Σαν εκδιωγμένοι άγγελοι να σουλατσάρουν
Μέρα μεσημέρι ενώ εσύ από τη δουλειά γυρίζεις
Και με την πανοπλία σου την ασημένια τους αγγίζεις
Την πανοπλία που φοράς για να σκεπάσεις το ότι να πολεμάς δεν ξέρεις
Αυτούς που από το ανάθεμα ξεφύγανε
Στην κόλαση να βρούνε το φώς τους ‘φτάσαν

Στους κόσμους τους έχουν περάσει Λήδα
Οι νεκροζώντανοι που με βιά ψάχνουν όρθιοι να σταθούν
Στη διαδρομή που ίσως και η τελευταία τους να είναι
Τα μελανιασμένα χέρια τους βελόνες χρόνια τώρα τα τρυπάνε
Λίγες ανάσες έχουν, και αυτές για λίγα κέρματα τις χαραμίζουν
Λερώνοντας με το κάθε άγγιγμά τους
Το νυφικό, το νεκρικό σου το φουστάνι.

Στα πόδια σου όλα είναι Λήδα
Και όμως σαν και μας τους άλλους και συ είσαι
Ψάρι νωθρό μέσα στη γυάλα της παράνοιας
Με το ηλίθιο εκείνο το βλέμμα πώς κοιτάζεις έξω
Την τροφή που σου δίνουνε και στη μύτη το τεχνητό το οξυγόνο
Να τα φας και να χωνέψεις, όρεξη καλή σου
Ώσπου να πνιγείς μες τα δικά σου περιττώματα
Άλλος ένας νεκρός Ιχθύς με άδεια Ιδεολογία.

Το βράδυ σαν θα πέσει, Λήδα
Ξανά όπως πάντα τα ρούχα θα πετάξεις
Στον επιτάφιο με τα θολά νερά να πας, τα χαμηλά τα φώτα
Με τα λουλούδια τα νεκρά και τις φάλτσες χορωδίες
Στους κόλπους του στρεβλού παράδεισου με τις γαλάζιες λίμνες
Τον κύκνο που θα σε αποπλανήσει, και απόψε περιμένεις

Δεν είμαι ο κύκνος με τις φτερούγες τις λευκές Λήδα,
Μήτε ο Δίας που ποθεί τα μακριά άσπρα σου πόδια
Ούτε καν ο μέθυσος που δεν έχει πια τα λογικά του
Μόνο Σκύλος με δόντια λυσσακά και με μεγάλα νύχια
Αυτό είμαι και πρόσεξε, ζητώ να σοδομίσω
Να σου ματώσω το όνειρο
Και όλων των ψυχών τον εφιάλτη στα όνειρά σου
Ξανά να ξεκινήσω

Πόσο με ξέχασες να λες
Όχι πως με θυμάσαι
Γιατί η γενιά σου έσβησε
Και συ γλυκά κοιμάσαι.

ΥΓ: Αυτή η φωτό είναι από τις πιό "αληθινές" και "προκλητικές" του Χρήστου, κατά την ταπεινή μου άποψη. Επίσης, η ιδέα της προσαρμογής του μύθου της Λήδας στα δικά μου μέτρα και στα μέτρα της φωτογραφίας, έγινε από ένα πίνακα ζωγραφικής της Α.Χ. την οποία και ευχαριστώ πολύ.

18.2.09

Παράγωγα


Ποια της παρέας τα παράγωγα;
Πόσες ιδέες χωράνε σε ένα ποτήρι;
Σε ένα απύθμενο καθίσαμε χωνευτήρι
Πίνοντας της Ζωής μας τα παράπονα.

Κάθισε και η δροσιά από δίπλα
Ανοίγοντας της αθωότητας της τα τετράδια
Μόνη, μαυροντυμένη και ψυχρή
Σαν του ατελέσφορου έρωτα την αδιαφορία
Χωρίς καρδιά απλώνοντας τις γνώσεις της στο ίδιο Ξύλο
Που κάποτε οι Ιουδαίοι το Χριστό είχαν κρεμάσει

Κόπο κάναμε πολύ, τα φρούτα και το αίμα να μαζέψουμε
Από το λάρυγγα που σφόδρα κατρακυλούσαν
Σαν έπαιρνε και βράδιαζε και φεύγαν και οι βιτρίνες
Μόνους μας αφήσανε να περάσουμε με δυσκολία
Τους τοίχους που οι γριές τόσο περίτεχνα είχαν πλέξει
Παράγωγα του νήματος στο διάβα μας απλώνοντας
Των προηγούμενων γενιών τις κατάρες και τις ευλογίες
Στο προσκεφάλι μας απόψε έχουνε κεντήσει.

Αφιερωμένο στο Δημήτρη Μ. Μουσική από το Μικρό Καφέ στο Περιστέρι.

Άνομα Ερωτήματα



Είσαι μόνος;

Δε σε ρωτάω στ’ αλήθεια
Μα αφουγκράζομαι τους χτύπους του αίματός σου
Στις γαλάζιες φλέβες σου
Ούτε καν με ενδιαφέρει
Μα θέλω λίγο από τα μάτια σου να αρπάξω
Που ξανοίγουν στις χαρές μα και στις μεγάλες λύπες

Ξημέρωσε;
Μπορώ να δω τον ουρανό να φωτίζεται
Κι όμως μεγαλώνει η απορία μου
Πως είναι δυνατόν να αντλείς από τη νύχτα τέτοια ομορφιά
Πως μπορείς και τη χαρίζεις στο πρωινό φεγγάρι
Που να σβήσει δε προκάμει;

Πως σε λένε;

Μια φορά σε ρώτησα μα είχα στο νου μου άλλα
Πώς να γεμίσω το κενό μέσα στο κορμί μου
Με το κενό που τα χέρια σου κυκλώνουν
Όταν μπροστά στου όχλου τα αδιάκριτα μάτια με αγκαλιάζεις
Πάνω στης πρωινής προσευχής τη λερωμένη άγια τράπεζα

Θα προσέχεις;
Γιατί ήσουν ότι είχα μα δε σε έχασα
Απλά σε άφησα να φύγεις
Μόνο και μόνο για να κοιμηθώ λιγάκι
Πριν το ταξίδι το μεγάλο ξεκινήσει,
Μη με βρουν τα κύματα κουρασμένο…

13.1.09

Παραλήρημα


Ξεκίνα το κήρυγμά σου, Παλιάτσε
Βάλε με προσοχή τα ψιμύθια σου
Άλλαξε πρόσωπο, φόρα τη μάσκα
Γύρνα τα μάτια σου ανάποδα
Εκστασιάσου μα...Ξεκίνα!

Μάζεψε γύρω σου κάθε λογής αστούς και αρχοντοχωριάτες
Χοντροαναίσθητους με κοιλιές που γυαλίζουν
Λεπτοκόκκαλους, με πλευρά που προεξέχουν
Ηλιθιοανέραστους με μύτες ως τον ουρανό
Ηθικολάγνους με γλώσσα διπλή και μαύρη
Όλους, μέχρι την πλατεία να γεμίσεις.

Βάλε στα λόγια σου πειθώ, στολίδια και κορδέλες
Μουσικές στις λέξεις κέντησε και ομοικαταληξία στις προτάσεις
Τι κι αν κανείς τα λόγια από τα τραγούδια σου δεν ξέρει
Κάνε τους να χορέψουν και το στόμα να ανοιγοκλείνουν
σα χάνοι, σαν ψάρια σε πυροφάνι.

Σα σωστά θα τους μεθύσεις
Και το κεφάλι τους αρχίσει να γυρίζει
Τα χέρια προσταξέ τους να πλέξουνε
Και χορό γύρω σου να πιάσουν
Σα να θέλουν εσένα να προστατέψουν
από το κακό το ίδιο.

Τότε είναι η ώρα που περίμενες
Άναψε τη μεγάλη την πυρά που ετοίμασες
Ρίξε τους πετρέλαιο και μπαρούτι και χολή
Και όπως θα καίγονται, πάτα επάνω στα κορμιά τους
Σπάσε όλα τους τα κόκκαλα μαλακοί και ευάλωτοι να γίνουν
Έργο έυκολο να έχει η φωτιά όταν θα λιώνει τις ψυχές τους
Στο καμίνι που κόλαση και ουρανό θα ενώνει.

Ας είναι αυτό του τέλους η αρχή και η αρχή του τέλους.
Ας είναι η θέρμη αυτή που τα φτιασίδια σου ακόμα θα λιώσει
Την ασκήμια σου στον κόσμο να χαρίσει

Και πρίν χαράξει για πάντα βράδυ
Στη φωτιά πέσε και συ χαμογελώντας
Στο τίποτα να φτάσεις,
σταμάτα τις άναρθρες κραυγές σου, Σαλτιμπάγκε.