26.10.14

How the space in between the teeth is enough to conquer an ever spinning world.





It is known to everybody
Good things always
In the bottom shall stay
Filling all the narrow corners
And taking up the lesser space.

That is why I hunt my breath at night
Making different calculations
About how I can split space
Either in seven, four or three pieces
Pushing myself to fit
In the tightest hole of a huge gap.

Fortunately, 3 of my ancestors watch from above
And one is still thinking of me from afar,
Planting in my mind roots and steam
Building my muscles from within
Firing up my breath.

That is the moment that I take one more step,
This is why I know I belong in another race
Which fits the narrow space
But is breaking its way
Conquering all that seems to flow
Since it is narrow minded.

Abbreviations that switch my mind set
Soon are kicked back and I seek
To drive the water within my sweat
Which drops down to the narrow space,
Narrow enough to fit eternity.

Although sometimes being too tired,
I lay and sleep
In my daughters small embrace.


 


24 October 2014
Tacloban- Philippines
Dream Cafe

13.7.14

Immortalizer




Then, the shout was heard
“Quick, bring me forth
The immortalizer, the one.
For the night tree
Has finally given birth
To the real moon
Beneath the iron moulded sky”
And after a great silence
Covered the previous noisy oasis
As a pick-pocket bereft
The gift of sound from the world.
Then, the shout was heard again
“Quick you fools and unworthy
Servants of men.
 Bring forth the one
Who can stop time, it is his time.
To blow immortality into
This dying flesh,
For the night tree
Finally has resurrected light,
And after,
A great silence was spread again
As if a frozen wind
Took over the tongues of humans
And subordinated nature
Amputating all from the privilege
Of sound and whisper.
Then, for the third time
The shout was heard:
“Quick, or I will curse you,
The moon has started withering,
It is bright, yet short its’ life is,
The night tree is on fire by
The flame of the enlightened ball.
Send me the immortalizer
Or else the next one million years will be submitted
Into darkness and pain.”
And after,
Not much after a century’s time
An unborn kid emerged
Of the dirty oasis water
And thus it had spoken
Violating the silence:
“Dear Lord,
Don’t you know that
The immortalizer, mortal himself,
Was deceased
Choked by a hope
That sprung within his neck
Guiding him to immortalize
His pitiful self.
Now he is laying cold and still
Below the night tree.”
Thus, the child had spoken.
And after,
There was silence
For a million years. 




Tacloban- Philippines
13.07.14


30.10.13

ZBYB94

Προσπαθώ με βία να ενώσω τις τελίτσες,
Αυτούς τους μαύρους μικρούς διαόλους
Που μου κρύβουν την ευτυχία
Ζητώντας να τις ενώσω με γραμμές
Που φυλακίζουν και περιχαρακώνουν
Το χώρο και αμαυρώνουν το όμορφο λευκό
Προσπαθώ να ενώσω λέει,
Γιατί πρέπει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους
Να μου ψιθυρίσουν τι έχω κάνει εχτές
Τι έκανα σήμερα και τι θα κάνω αύριο.

Μα όσο και αν προσπαθώ να τελειώσω την απεχθή τούτη εργασία
Όλο και μία καινούρια τελεία παρουσιάζεται,
Κοντά συνήθως στην τελευταία
Και όσο λέω «θα την πιάσω»
Τόσο ξεμακραίνει
Και από το πάθος μου να την ενώσω με τις υπόλοιπες
Ανοίγω και σκορπίζω τις υπόλοιπες
Μέχρι που η φυλακή γίνεται λαβύρινθος
Το σχέδιο σουρεαλιστική απεικόνιση του τίποτα

Τότε εμφανίζεται ο Ασιάτης πάνω στο πράσινο ποδήλατο
Σταματάει μπροστά μου επιδεικτικά
Φωνάζοντας τρεις γνωστές μα συνάμα ακατάληπτες λέξεις
Μου χαμογελάει στρίβει και χάνεται
Και οι τελείες υπνωτισμένες τον ακολουθούν
Μαζί με τις γραμμές
Μαζί με εκατομμύρια ανθρώπων που παρατάνε τις δουλειές τους
Και τρέχουν ξωπίσω του
Προς τη θάλασσα

Και εκεί, γαλήνη, ησυχία, τάφος
Φύλλο δεν κουνιέται και όμως το νερό δείχνει ανταριασμένο
Ακίνητο, μα υπόκωφα μπορώ να το ακούσω
Μπορώ να αναγνωρίσω στην αντανάκλασή του
Τη συνέχεια του εαυτού μου
Που απλά είναι δημιούργημα  κάποιου άλλου
Σε εμένα απλά έλαχε το έργο
Να ενώσω τις τελείες
Που τρέχουν πανικόβλητες πια,
Να μαζέψουν τους βουτηχτάδες
Για να έχουνε ακόλουθους
Και μάρτυρες

Πολλούς.

30.10.2013
Άγιος Δημήτριος
Αθήνα

26.10.13

Διακοπή















Γινήκανε οι αυλές μας
Αυτοκινήτων Νεκροταφεία
Κρυμμένα Επιμελώς
Πίσω από πλαστικά αναρριχόμενα
Πίσω από ψέματα καλλωπιστικά

Και συνθλίβονται τα παλιοσίδερα
Τα κάποτε χρήσιμα
Από τοίχους που ακίνητοι μοιάζουν
Κι όμως ολοένα πλησιάζουν
Διαλύοντας τις λαμαρίνες
Ρουφώντας το λιγοστό
Έτσι και αλλιώς οξυγόνο

Και πνίγονται οι παιδικές φωνές
Που κάποτε αντηχούσαν στις πίσω θέσεις
Γίνονται κραυγές, έπειτα τσιρίδες
Και μετά σιωπές
Τόσο δυνατές
Που τις ακούς όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου
Όταν κοιτάζεις  την δουλειά σου
Τον θόρυβο των αλυσίδων σου ξεπερνώντας.

Από κάτω σήραγγες ανοίγονται
Η θλίψη γρήγορα να ταξιδεύει
Από πάνω θηρία σηκώνονται
Για να νιώθουμε μικροί
Και οι σκάλες τους στενές
Ουρές για τα ουράνια
Ατελείωτες

Οι αυλές γινήκανε
Νεκροταφεία της ελπίδας
Πόρτες κλειστές, ανάσες βαριές
Κάθε μέρα πιο κουρασμένες, πιο νωθρές
Ούτε ο καθημερινός μόχθος δεν έμεινε
Να του φορτώσουμε τα δεινά του κόσμου τούτου.



23.10.2013
Πλατεία Αττικής
Προθάλαμος Ιατρείου Δρ. Κ.

Εν μέσω διακοπής Ρεύματος.

14.3.13

Σισυφου ανάπλασις

Καιρό τώρα,
Μέσα μου δύο εχτροί μετρώνται. Λέγει ο ένας:
" Γράψε το, μη το κρατάς
  Την θύρα άνοιξε του μυαλού σου
  Στον ήλιο βγάλε τον πόνο
  Να φωτιστεί να γίνει έκρηξη πρώτα,
  Μετά ανυπαρξία"
Ο άλλος πάλι, συνετός αποκρίνεται:
 " Κράτα το κι άλλο,
   Θαρρώ δεν είναι έτοιμο
   Τρέφεται μου φαίνεται ακόμα
   Από τον λώρο τον ομφάλιο,
   Των ιδεών και του πόνου σου."
  Και είναι τέτοια η διχόνια τους
  Που χτυπιούνται και παλεύουν
  Ακόμα και στου ονείρου την ιερή στιγμή,
  Χτυπιούνται και ματώνουν,
  Δε νοιάζονται θαρρείς, οτι εγώ πονώ.
  Και πάντα, από τον πόνο
 Να γλιτώσω ακούω το δαίμονα
 Και στο λευκό γεννάω,
 Μα σαν η βιάση μου αυτή εκτρώματα να τήκτει
 Καινά άλγη πιο σκληρά
........
Ύστερα ξαναρχίζουν...

 Aθήνα 14.03.2012, το πρώτο με την κόρη μου να κοιμάται δίπλα μου....

15.12.12

Τεο Μυραμπόν


Θα ήταν σχεδόν ύβρις
Να συγκριθείς με αυτόν τον άνθρωπο
Που κατεβαίνει σαν γόης
Από το σοκάκι το στενό
Και αν δεν τον βλέπεις θα στον περιγράψω
Μελαψός, με ανοιχτό κίτρινο παντελόνι
Πουκάμισο μοντέρνο, σχεδόν ένα με το δέρμα
Παλτό παλιομοδίτικο και καπέλο τριμένο από την πολυχρησία
Αξύριστος λίγων ημερών
Με το μυαλό στην ανταρσία
Διπλό γύρω από το λαιμό το κασκόλ
Στο χέρι να γυρνάει το παρασόλ
Σκαρπίνι από καιρό εκτός της μόδας
Το τσιγάρο στο άλλο χέρι παρά πόδας
Μουστάκι και αέρινο χαμογελάκι
Με το μάτι να γυαλίζει σαν φρεσκοψαρεμένη μαρίδα
Αέρας από τα Παρίσια και τα Μιλάνα
Σαν να μην έφταναν δέκα αεροπλάνα
Να τον χωρέσουν αυτόν, τις αποσκευές και τον αέρα του
Τον ευρωπαϊκό
Με ύφος γλαρό και ταξιδιάρικο
Γεμάτος στάμπες από τελωνεία στο κορμι και τα ρούχα
Ατέλειωτους σωματικούς ελέγχους στα κατάστιχα
Τα μισοξεφουσκωμένα λάστιχα
Ενός αυτοκινήτου που ακόμα πασχίζει να βάλει μπρός
Κάπου σε έναν επαρχιακό δρόμο της Αυστρίας
Δίχως ίχνος μεταμελείας
Για την δεσποινίδα που είχε τσιμπολογίσει
Χωρίς ντροπή είχα αφήσει
Στη στάση του λεωφορείου να περιμένει χωρίς εισητήριο
Εκείνο το κρύο βράδυ
Σαν σήμερα στο ομιχλώδες μισοσκοτάδι
Αιώνιος γόης και πάντα χαμένος
Ο Τεό Μιραμπόν
Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος
Πάντα απών και πάντα εδώ
Με το χέρι απλωμένο ανοιχτό
Να ζητιανέυει τον αφρό της απόλαυσης
Ταυτόχρονα με τον τρύπιο εγωϊσμό
Ίσως τελικά στον καθρέπτη τον βλέπω
Κάθε που ξυπνώ



14.12.2012 Ferres
The last resort, the dying man and the man being born...

3.9.12

3



Όταν οι τρείς
σκαρώνουν της ζωής
το φαγητό
Σαν τις μοίρες μέσα στο
Δωμάτιο το  στενό
Με το ηλεκτρικό το φως
Λίγο πιο δεξιά από τον ήλιο
Η μία με τη ζωή μέσα στη γάστρα
Η άλλη στου μησεμού  την κόψη
Και η τρίτη η χαροκαμένη
Τον κόσμο σε ξύδι και αλάτι βυθίζει
Να τον παστώσει άραγε
Να πάψει να γυρίζει
Να πάψει να σαπίζει
Κραδαίνοντας μαχαίρια
Και λάδι καυτό ετοιμάζοντας
Κουβέντα στην κουβέντα
Συχνά αναστενάζωντας οι τρεις
Χωρίς ανάσα και
Θαρρείς
Πως τα φύλλα έριξε η χαρτορίχτρα
Η ζωή όμως φύσηξε
Και τα σκόρπισε
Βράσανε στο ζουμί του καθημερινού
Στην φλόγα του εφήμερου
Που οι τρεις
Με σπουδή ετοιμάζουνε
Τη μοίρα αυτού του κόσμου
Μέχρι το μεσημέρι
Για σήμερα, όχι για αργότερα
Γιατί ποτέ δεν ξέρεις...


Βόλος 01.09.2012

16.40 στο τραπέζι του σπιτιού της Ε.
Στον Μ.Σ