Προσπαθώ με
βία να ενώσω τις τελίτσες,
Αυτούς τους μαύρους
μικρούς διαόλους
Που μου
κρύβουν την ευτυχία
Ζητώντας να τις
ενώσω με γραμμές
Που
φυλακίζουν και περιχαρακώνουν
Το χώρο και
αμαυρώνουν το όμορφο λευκό
Προσπαθώ να
ενώσω λέει,
Γιατί πρέπει
να επικοινωνήσουν μεταξύ τους
Να μου ψιθυρίσουν
τι έχω κάνει εχτές
Τι έκανα
σήμερα και τι θα κάνω αύριο.
Μα όσο και
αν προσπαθώ να τελειώσω την απεχθή τούτη εργασία
Όλο και μία
καινούρια τελεία παρουσιάζεται,
Κοντά
συνήθως στην τελευταία
Και όσο λέω «θα
την πιάσω»
Τόσο
ξεμακραίνει
Και από το
πάθος μου να την ενώσω με τις υπόλοιπες
Ανοίγω και
σκορπίζω τις υπόλοιπες
Μέχρι που η
φυλακή γίνεται λαβύρινθος
Το σχέδιο
σουρεαλιστική απεικόνιση του τίποτα
Τότε
εμφανίζεται ο Ασιάτης πάνω στο πράσινο ποδήλατο
Σταματάει
μπροστά μου επιδεικτικά
Φωνάζοντας
τρεις γνωστές μα συνάμα ακατάληπτες λέξεις
Μου
χαμογελάει στρίβει και χάνεται
Και οι
τελείες υπνωτισμένες τον ακολουθούν
Μαζί με τις γραμμές
Μαζί με
εκατομμύρια ανθρώπων που παρατάνε τις δουλειές τους
Και τρέχουν
ξωπίσω του
Προς τη
θάλασσα
Και εκεί,
γαλήνη, ησυχία, τάφος
Φύλλο δεν
κουνιέται και όμως το νερό δείχνει ανταριασμένο
Ακίνητο, μα υπόκωφα
μπορώ να το ακούσω
Μπορώ να
αναγνωρίσω στην αντανάκλασή του
Τη συνέχεια
του εαυτού μου
Που απλά
είναι δημιούργημα κάποιου άλλου
Σε εμένα
απλά έλαχε το έργο
Να ενώσω τις
τελείες
Που τρέχουν
πανικόβλητες πια,
Να μαζέψουν τους
βουτηχτάδες
Για να έχουνε
ακόλουθους
Και μάρτυρες
Πολλούς.
30.10.2013
Άγιος
Δημήτριος
Αθήνα