Στις οχθες του αχερωντα,
Εκει θα σε περιμένω
Σπρωξε τη βάρκα στο μολυσμένα από τα πτώματα νερά του
Σπρώξε τη βάρκα στα αγιασμένα από τις ψυχές νερά του
Ακολούθα το ρευμα και μπες όλο ζωή στον κάτω κόσμο
Μην ξεχάσεις μόνο να βάλεις και τον ήλιο στην πλώρη σου
Γιατί σαν φτάσεις εκεί, θα χρειαστείς το φώς του
Θα χρειαστείς το φως για να ανοίξεις τα μάτια από τις ψυχές
Τόσων νεκρών που για χιλιάδες χρόνια γίνονται στολίδια στις μάυρες όχθες
Στις όχθες αυτές σταμάτα και γέμιζε τη βάρκα σου με τα φαντάσματα
Μάζεψε κάθε τυραννισμένο πλάσμα από το σάπιο τούτο τόπο
Μάζεψε τα και με τη βία, γιατί να ξέρεις στα μάτια του παράδεισος φαίνεται ο βόθρος
Γέμισε τη βάρκα σου και ας μοιάζει να μην έχει χώρο
Οι ψυχές συμπιέζονται με χάρη θα το δείς
Αμα τους δώσεις για τον πάνω κόσμο λόγο
Ισως ώρες, μερές, χρόνια, χιλιετίες χρειαστείς για να γεμίσεις το σκαρί αυτό
Μα όταν θα το πράξεις, πάρε με και μένανε και βάλε με στην πρύμνη,
Να κοιτάω πίσω μην τυχών και έρθει αυτός που οι άλλοι ονομάζουν Χάροντα
(Εγώ τον λέω κάπως αλλιώς που δεν μπορώ να πω μπροστά σας)
Ξεκίνα το ποτάμι ανάποδα
Το κύμα θα έχεις κόντρα και όλους τους αέρηδες εχθρούς για το σκοπό σου
Με πίστη και υπομονή ξεκίνα το αργό μα χαρούμενο ταξίδι
Κωπηλάτες θα είναι οι ψυχές και δείκτης σου ο ήλιος
Και σαν ο ανήφορος δείχνει να τελειώσει,
Στο αντάμωμα του Αχέρωντα με το Μεγάλο πέλαγο,
Θα αρχίσει η Δευτέρα Παρουσίαση.